Μια αγάπη δίχως έρωτα: Η περίπτωση της Μάνιας

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Ψυχολόγος-Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής, Συγγραφέας|

Η Μάνια τα είχε με τον Ρένο γιατί ήταν η «λογική» επιλογή. Άλλωστε, ήταν ένας άνδρας αρκετά παρών, συναισθηματικά διαθέσιμος, που μπορούσε ν’ αναλάβει τις προϋποθέσεις μιας σχέσης. Ήταν, όμως, ερωτευμένη με τον Στέλιο. Μέσα στα χρόνια, ο Στέλιος μπαινόβγαινε στη ζωή της, ακόμα και παρά την ύπαρξη του Ρένου. Οι συναντήσεις τους ήταν ταραχώδης. Γεμάτες πάθος. Κάθε φορά που η Μάνια παρασυρόταν από τα συναισθήματά της, και ζητούσε παραπάνω, τον έβλεπε να κάνει πίσω. Τότε ξεκινούσαν οι συγκρούσεις. Τον κατηγορούσε ότι ήταν λίγος… Ανίκανος ν’ ανταπεξέλθει στο μεταξύ τους, ή έστω αρκετά θαρραλέος ώστε να πάρει ένα ρίσκο. Σταματούσαν να βλέπονται, και η προσοχή της επέστρεφε στον Ρένο. Την έπιαναν τύψεις και, για λίγο, ήταν στα καλύτερά τους. Μαζί του δεν υπήρχαν συγκρούσεις. Τον αγαπούσε, αλλά ως εκεί. Δεν ένιωθε κάτι ιδιαίτερο. Συχνά τον βαριόταν, μου είχε πει. Ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσες να βασιστείς, αλλά του έλειπε η ζωντάνια… η τρέλα… το «κάτι» παραπάνω, επαναλάμβανε ξανά και ξανά.

«Άσε που φοβάμαι να είμαι με τον ίδιο άνδρα όλη μου τη ζωή…»

…είπε μια άλλη στιγμή…

Αυτό που φοβόταν πραγματικά, όμως, δεν ήταν το να μείνει με τον ίδιο άνδρα μια ζωή, αλλά να μείνει εκείνη μια ζωή ίδια. Μέσα απ’ τον Στέλιο, η Μάνια ζούσε έναν επαναλαμβανόμενο χωρισμό και «άντεχε» τον Ρένο. Φυσικά, ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήξερε πώς να υπάρχει σε μία σχέση χωρίς ένταση, όσο δεν υπήρχε «ολόκληρη» στον δεσμό τους. Αν και καταλάβαινε ότι ο Στέλιος ήταν ακατάλληλος, δεν τον άφηνε να φύγει, αφού χωρίς να τον κατηγορεί για τα συναισθήματά της, κινδύνευε ν’ ανακαλύψει ότι δεν μπορούσε να συνδεθεί με κάποιον που είχε τις ποιότητες του Ρένου… Ίσως έτσι να ξεγελούσε τον εαυτό της, και ν’ απέδιδε τους πόνους της σε κάποιον άλλο, αλλά φορά με τη φορά, έχανε όλο και περισσότερο την πίστη της στην ικανότητά της ν’ αγαπάει και να αγαπιέται με επιτυχία…

Πώς γίνεται, όμως, να χωρίζουμε τον εαυτό μας στα δύο και να δίνουμε τον μισό σε κάποιον και τον υπόλοιπο σε κάποιον άλλο; Πόσο αυτό μας αφήνει να καταλάβουμε από τι αποτελούμαστε και τί συμβαίνει όταν αποφεύγουμε κατ’ επανάληψη την προσωπική μας αλήθεια;

Κάπου στο δεύτερο εξάμηνο της ζωής του, ένα βρέφος συνειδητοποιεί ότι οι γύρω του δεν αποτελούν απλώς προεκτάσεις του εαυτού του. Αντιθέτως, είναι ξεχωριστά πρόσωπα, με δική τους βούληση, όπου φροντίζουν τις ανάγκες του, όχι επειδή τους ελέγχει, αλλά επειδή το θέλουν! Αυτή η συνειδητοποίηση, όμως, δεν έρχεται μόνη της… Μαζί της φέρνει και μία επίπονη αλήθεια: Ότι πάνω στο άγχος του, το βρέφος έχει φερθεί εγωιστικά. Έχει κλάψει… δαγκώσει… δυσκολέψει… ή και «κατηγορήσει» τους άλλους γι’ αυτά που βιώνει, ενώ στην πραγματικότητα ευθυνόταν η εχθρική σχέση που έχει με την εξάρτηση.

Αυτή η γνώση το κάνει να αισθάνεται κουραστικό και, για πρώτη φορά, νιώθει ενοχές που τους χρειάζεται. Εάν μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον με ενσυναίσθηση, αυτό διαψεύδεται σταδιακά, και το βρέφος βοηθιέται να εκπληρώσει τις ενοχές του παραγωγικά με το να δώσει πίσω. Εκεί γελάει… αγγίζει… παίζει… Προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει ότι τα σημαντικά του πρόσωπα δεν εξαντλήθηκαν απ’ τις απαιτήσεις του, αλλά και ότι έχει κάτι που χρειάζονται επίσης• τη δύναμη να ξεχνούν τα άγχη τους, όταν τους δείχνει την ευγνωμοσύνη του.

Για να συμβεί αυτό, όμως, οι γύρω του πρέπει να έχουν «χώρο». Να μπορούν ν’ αντέξουν τον εαυτό τους, αλλιώς πώς θα συνεχίσει να τους εμπιστεύεται την ζωή του χωρίς να νιώθει ότι τους συνθλίβει; Σε μια τέτοια περίπτωση, το βρέφος διατηρεί την πεποίθηση ότι η ανάγκη του για εξάρτηση είναι καταστροφική, και θυμώνει που την έχει. Προσπαθεί να την αποσύρει, να την θάψει μέσα του, αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο την ώρα που κρέμεται απόλυτα από εκείνους! Οι ενοχές του φτάνουν δυσθεώρητα ύψη…

Οι γονείς της Μάνιας είχαν τεράστιες συγκρούσεις που ενίοτε έφταναν στα άκρα. Έπρεπε να χωρίσουν, αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν είχε το θάρρος να το κάνει. Όταν δεν ικανοποιούνταν, ξεσπούσαν πάνω της. Η μητέρα της την έκρινε για τα κιλά της και ο πατέρας της την αποκαλούσε τεμπέλα σε κάθε ευκαιρία. Σπάνια της έλεγαν κάτι καλό. Η Μάνια έμαθε να υπάρχει ανάμεσα από τα επικριτικά τους σχόλια και τις λιγοστές στιγμές αγάπης. Σε αυτή την πολύ λεπτή «λωρίδα» που ήταν ορατή γι’ αυτούς – άλλωστε, αφού οι «καθρέφτες» της την έδειχναν παραμορφωμένη, παραμορφωμένη θα ήταν. Πέρασε όλη την εφηβεία της νιώθοντας παχιά, ενώ πίστευε ότι δεν θα καταφέρει τίποτα. Φυσικά, αυτές οι πεποιθήσεις δεν έρχονταν ασυνόδευτες…

Θύμωνε με τους γονείς της και πολλές φορές τσακωνόταν για να τους διαψεύσει. Πιο πολύ, όμως, θύμωνε που ενώ την αντιμετώπιζαν κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνη συνέχιζε να τους χρειάζεται. Για να μην παίζει άλλο «κυνηγητό» με τα λόγια τους, ταυτίστηκε με όσα άκουγε, και άρχισε να πονάει τον εαυτό της. Βλέπετε, ένα παιδί που δεν το αγαπούν οι γονείς του, δεν μπορεί να σταματήσει να τους αγαπάει. Μπορεί, όμως, να σταματήσει ν’ αγαπά τον εαυτό του.

Οι μόνες φορές που σώπαινε η εσωτερική της ταραχή, ήταν όταν ερωτευόταν. Της συνέβαινε συχνά γιατί η ανάγκη της για φροντίδα ήταν τόσο τεράστια που έβγαινε «ακατέργαστη». Ο έρωτας, όμως, δικαιολογεί την αγαρμποσύνη. Δικαιολογεί το να σε ελέγχουν τα συναισθήματά σου. Το άγχος… η ζήλια… ο θυμός που ένιωθε, όλα έβρισκαν ένα πεδίο που μπορούσαν να εξηγούνται σαν να προέρχονται απέξω. Γι΄ αυτό και δεν έπρεπε ποτέ να εκπληρώνονται οι έρωτές της! Πώς θα εξηγούσε, τότε, την άγνωστη σχέση της με την αγάπη; Οι γνωριμίες της έφταναν μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο. Λίγο προτού εξελιχθούν σε σχέση.

Η Μάνια «έσπαγε» την ανάγκη της για σύνδεση σε κομμάτια, και φρόντιζε να δίνει το πιο «πεινασμένο» από αυτά σε όσους δεν μπορούσαν ν’ ανταποκριθούν. Ο Στέλιος κατείχε το μίσος που είχε για την εξάρτηση, και την τάση της να την καταστρέφει ξανά και ξανά, και ο Ρένος την επιθυμία της γι’ αυτή, και την ευχή της να μπορεί να την βιώνει έστω και παθητικά. Χωρίς συναίσθημα. Με τον Στέλιο στη ζωή της, περίσσευε ένας εαυτός χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, άρα και πιο «διακριτικός»… Ικανός να υπάρξει δίπλα από έναν ήρεμο άνδρα έστω προσωρινά.

Η Μάνια δεν μπορούσε να νιώσει ασφαλής σε μία σχέση γιατί οι γονείς της δεν την άφησαν να υπάρξει ποτέ ολόκληρη πλάι τους, ή να τους κάνει καλό με την παρουσία της. Αντιθέτως, έπρεπε ν’ αποχωρίζεται όσα την έκαναν άξια ώστε ν’ αντέχουν τους εαυτούς τους. Το μόνο που μπορούσε να τους προσφέρει, και να το παίρνουν με ευχαρίστηση, ήταν η αυτοεκτίμησή της. Έπεισε, λοιπόν, τον εαυτό της ότι ήταν αυτό που έβλεπαν εκείνοι, γιατί, αν όρθωνε το ανάστημά της, κινδύνευε να αισθανθεί ολοκληρωτικά αόρατη και να συνειδητοποιήσει την μακροχρόνια ορφάνια της! Γι’ αυτό, βάφτιζε την ηρεμία, βαρεμάρα. Για να μπορεί να υποστηρίζει με επιτυχία την πλάνη της. Ωστόσο, δεν αρκούσε μόνο η άρνηση. Έπρεπε να υπάρχει και μία πηγή στην οποία θα πρόβαλε την ταραχή της. Ο Στέλιος ήταν αυτή η πηγή. Έτσι μπορούσε να νιώθει ενοχές για κάποιον που άξιζε, σε αντίθεση με τους γονείς της, και να επιστρέφει στην αγκαλιά του Ρένου. Να είναι καλά μέσα σε μία σχέση χωρίς φασαρίες, έστω για λίγο. Μετά, ο κύκλος ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή…

Ακόμα κι αυτό, όμως, ήταν προτιμότερο απ’ το ν’ ανακαλύψει ότι οι κατηγόριες που πήρε «αγκαλιά» πριν τόσο καιρό, υπήρχαν ακόμα, κι η ίδια ήταν τσακωμένη με την αγάπη. Η Μάνια ελευθερώθηκε απ’ τον παιδικό της «κορσέ» όταν αποδέχτηκε ποια ήταν. Όταν είδε τον εαυτό της με όλα του τα κομμάτια, δηλαδή, και ανέλαβε συνειδητά την ευθύνη τού να εργάζεται σε μία σχέση. Όταν μπόρεσε ν’ αγαπήσει χωρίς να φοβάται ότι ο άλλος θα την όριζε μόλις της γινόταν σημαντικός. Για να συμβεί αυτό, όμως, έπρεπε πρώτα να περάσει απ’ όλη την αμφιθυμία της… την αντίσταση… τον θυμό με τον εαυτό της που δεν ήξερε πώς να φέρεται στην ανάγκη της ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται. Ήταν δύσκολο, αλλά κι αυτό που περνούσε τόσα χρόνια ήταν. Κι η ζωή είναι. Γίνεται ευκολότερη, όμως, όταν επιλέγουμε ένα δύσκολο που ωφελεί εμάς και όχι τους άλλους.

Facebook Twitter Google+ LinkedIn