O φόβος της ματαίωσης

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|

Με την πρώτη μας ανάσα, ακούμε το σώμα μας να ψιθυρίζει μέσα από κάθε όργανό του, ότι δεν είμαστε ικανοί να επιβιώσουμε μόνοι στις αντίξοες συνθήκες που μας τριγυρίζουν. Ο κόσμος είναι ένα ματαιωτικό μέρος, γεμάτο απειλές, με μεγαλύτερη απ’ όλες να μην γίνει κατανοητό το μόνο εργαλείο που έχουμε για να επικοινωνούμε τους πόνους μας. Το κλάμα. Κάθε στόμα που κλαίει, χρειάζεται ένα αφτί ικανό να ανεχτεί αυτό το κλάμα και να μεταφράσει με ακρίβεια την αγωνία του, ώστε να μπορέσουμε να εμπιστευτούμε ότι οι άλλοι μας χωρούν ακόμα και όταν οι ίδιοι δεν χωράμε αυτά που νιώθουμε.

lypimeni-gynaika-300x240

Αν σκεφτούμε ότι ένα βρέφος είναι ανίκανο να φροντιστεί, μπορούμε να φανταστούμε τον φόβο που συνοδεύει κάθε του πνοή. Είναι απόλυτα αφημένο στην συναίσθηση των άλλων και εξαρτάται από το πόσο ευαίσθητοι είναι εκείνοι που βρίσκονται γύρω του στο να συλλαμβάνουν το νόημα των αναγκών του. Μία τέτοια συνειδητοποίηση, βέβαια, είναι πολύ για έναν νεοσύστατο οργανισμό, οπότε, μέχρι να μάθει να εμπιστεύεται το περιβάλλον του, κάνει το μόνο πράγμα που μπορεί. Την αρνείται.

Το βρέφος κρύβεται πίσω από την ναρκισσιστική κουβέρτα, και κοιτώντας ανάμεσα από τις πλέξεις της, βλέπει να προέρχονται από εκείνο μονάχα τα τμήματα του κόσμου που αντέχει να δει. Αυτά που είναι υπεύθυνα για την ικανοποίησή του. Αυτή την «σωτήρια» οπτική, υποστηρίζει το περιβάλλον του που ανταποκρίνεται, επιβεβαιώνοντας την ικανότητά του να δημιουργεί τις συνθήκες της φροντίδας που χρειάζεται. Το βρέφος πεινά και εμφανίζεται ένας μαστός γεμάτος γάλα. Λερώνεται και μία καθαρή πάνα το περιμένει. Κρυώνει και μία αγκαλιά φοριέται γύρω του και το ζεσταίνει.

Έτσι, έχει την απαραίτητη απόδειξη ότι οι ανάγκες του γεννούν τον κόσμο και αυτός ο κόσμος υπακούει στο θέλημά του. Για να συμβεί, όμως, αυτό, το περιβάλλον του βρέφους χρειάζεται να συντονιστεί μαζί του. Με λίγα λόγια, η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του, βρίσκεται απόλυτα στα χέρια εκείνων που το φροντίζουν. Το βρέφος ακουμπά την ελπίδα του ότι είναι πολύτιμο, στους άλλους, και περιμένει να την λάβει πίσω επιβεβαιωμένη μέσα από το ενδιαφέρον τους για εκείνο.

Όταν αυτό πραγματοποιείται, το βρέφος αντέχει σταδιακά να άρει την ψευδαίσθησή του και να δεχτεί ότι ο κόσμος δεν θα υποκλίνεται πάντα στις ανάγκες του. Κατεβάζει την κουβέρτα και τον κοιτά για αυτό που είναι. Αντέχει να το κάνει γιατί του βεβαίωσαν ότι, ακόμα κι αν δεν είσαι παντοδύναμος, οι άλλοι σε αγαπούν. Το «οφείλω να φροντιστώ» που υπάρχει κάτω από την ναρκισσιστική πανοπλία ενός πλάσματος που μέσα του αισθάνεται «χάρτινο», μετατρέπεται σε «αξίζω να φροντιστώ» όταν δει ότι χάνει τον έλεγχο που ένιωθε να ασκεί στους άλλους, ωστόσο δεν χάνει την φροντίδα τους. Σε αυτό το σημείο, γεννιέται η αυτοεκτίμηση, που δεν είναι άλλο από έναν ρεαλιστικότερο ναρκισσισμό, ο οποίος δεν απαιτεί ο εαυτός να φροντίζεται για να συνεχίζει να κρύβει την ανικανότητά του για αυτοφροντίδα, αλλά εκτιμά την αξία όσων τον φροντίζουν.

Το βρέφος ξεκινά να ενδιαφέρεται κι εκείνο για τον κόσμο γύρω του. Δίνει πίσω για να επανορθώσει όποια δυσφορία προκάλεσε με τον έλεγχό του και λαχταρά να επιβεβαιώσει ότι οι άλλοι δεν έχουν αποθαρρυνθεί. Γελά… αγγίζει τα χέρια που το κρατούν… προσπαθεί να ταΐσει κι αυτό… προσφέρει. Μέσα απ’ αυτό, γεννιέται η επανορθωτική ενοχή. Εκείνη που οδηγεί στην προσφορά και, εν τέλει, στην αγάπη. Το περιβάλλον του την υποδέχεται με καλοσύνη. Του καθρεφτίζει την χαρά που τους δίνει μέσα από τον θαυμασμό και το χαμόγελο στις μικρές του χειρονομίες. Έτσι, το βρέφος εμπιστεύεται περισσότερο την ικανότητά του να κάνει καλό και λιγότερο τις καταστροφικές του ενορμήσεις. «Ο κόσμος με αντέχει (σκέφτεται) ακόμα κι όταν εγώ δεν με αντέχω…».

Σε αντίθετη περίπτωση, όταν αυτός ο συντονισμός αποτυγχάνει, το βρέφος έρχεται απότομα αντιμέτωπο με την ευθραυστότητά του και βλέπει την παντοδυναμία που είχε υποθέσει να καταρρέει. Για να μπορέσει να συντηρήσει αυτή την ψευδαίσθηση, λοιπόν, για να μπορεί να συνεχίζει να αισθάνεται ότι το ίδιο δημιουργεί το περιβάλλον του, απομένει να κάνει μόνο ένα πράγμα. Να πει: «Κάτι έχω κάνει εγώ και φταίω…». Εδώ γεννιέται η καταστροφική ενοχή.

Ο βρεφικός εαυτός συγκεντρώνει τις δυνάμεις του να γιατρέψει τις δυστυχίες των γύρω του και αφιερώνει τους ψυχικούς του πόρους στο να συμπληρώνει τις ελλείψεις τους. Αντιστρέφει τους όρους και γίνεται εκείνο ένα δοτικό περιβάλλον για όσων το συναίσθημα χρειάζεται φροντίδα. Φυσικά, το ίδιο, μένει χωρίς την πρώτη ύλη που προοριζόταν για την ανάπτυξη του δυναμικού του, και συνεπώς αναγκάζεται να την εκμαιεύει μέσα από την ικανότητά του να ικανοποιεί τους άλλους. Έτσι, η αξία του εαυτού έρχεται, όχι μέσα από την εκτίμηση των άλλων για αυτό που είναι, αλλά για αυτό που μπορεί να κάνει. Αυτός ο πρώτος τρόπος σύνδεσης, ο πρώτος τρόπος που ένας οργανισμός μαθαίνει να είναι ορατός για τους άλλους, εσωτερικεύεται, και λειτουργεί ως ο οδηγός μέσα από τον οποίο ο εαυτός σχετίζεται με κάθε επόμενο περιβάλλον.

Θυμάμαι εκείνη την γενναία γυναίκα που με επισκέφτηκε κάποτε επειδή μονίμως κατέληγε στην υπηρεσία των άλλων. Δίχως να το καταλαβαίνει, επέλεγε να ανήκει σε ματαιωτικές σχέσεις στις οποίες έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να γιατρεύει την δυστυχία τους. Όταν δεν τα κατάφερνε, τα έβαζε με τον εαυτό της. «Δεν είμαι αρκετά καλή!», έλεγε, και πρόσφερε ακόμα περισσότερα κομμάτια του εαυτού της έως ότου η αξία της μειωνόταν στον βαθμό που μπορούσε να αντέχει τις κατηγορίες των άλλων δίχως να αντιδρά σε αυτές. Κάθε φορά που την ρωτούσα πώς αισθάνεται σ’ αυτό, μου απαντούσε ότι το έχει συνηθίσει. Ήταν ο τρόπος της να «μουδιάζει» τα συναισθήματά της για να αντέχει να υποφέρει χωρίς να πονά.

Παρά τα όσα την πλήγωναν, αρνούνταν να εκφράσει την δυσαρέσκειά της με τρόπο που θα ελευθερωνόταν από όσα ένιωθε. «Φοβάμαι να κλάψω μπροστά στους άλλους γιατί δεν θέλω να με λυπηθούν…» έλεγε, μα στην πραγματικότητα φοβόταν να αισθανθεί ότι η ίδια λυπόταν (και έκλαιγε) για ανθρώπους που δεν την λυπήθηκαν ποτέ. Αν αντιλαμβανόταν ότι υπάρχει αγάπη χωρίς να χρειάζεται να θυσιάζει την αξία της, τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν βαθύ θυμό για όσους την απογοήτευσαν.

Όπως το βρέφος που, στην αποτυχία να το συναισθανθούν, καταλαβαίνει ότι το κλάμα του δεν είναι αρκετό για να συγκινήσει τους άλλους, και σταματά, έτσι και ο ενήλικας που δεν γίνεται αντιληπτός ο πόνος του, αποσύρει τα πραγματικά του συναισθήματα καθώς φοβάται ότι οι άλλοι θα μείνουν ασυγκίνητοι από αυτά.

Αν αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι κάνει δύσκολο το να με αγαπήσω αρκετά ώστε να μην χρειάζεται να με θυσιάζω, αρκεί να καταλάβω το εξής… Ο φόβος να εκτιμήσω περισσότερο τον εαυτό μου, έγκειται στο ότι ίσως συνειδητοποιήσω πως δεν θα μπορώ πλέον να υπάρχω στις σχέσεις που ανήκω, ως αυτό που έχουν ανάγκη οι άλλοι να είμαι για να με δέχονται

Facebook Twitter Google+ LinkedIn