Από την Ενοχή στην Επανόρθωση
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|
Σε όλη μας τη ζωή, η ενοχή έχει κεντρική θέση. Αποτελεί, μάλιστα, προϋπόθεση ώστε να μπορούμε να αγαπήσουμε ολοκληρωμένα και με ένα αίσθημα υπευθυνότητας. Τα ίδια τα συναισθήματα ενδιαφέροντός μας για τους άλλους, μάλιστα, προέρχονται από επεξεργασμένα συναισθήματα ενοχής. Η ενοχή αυτή, όμως, χρειάζεται να μας οδηγεί στην επανόρθωση και όχι στην τιμωρία ώστε να λειτουργεί στην υπηρεσία μας και όχι εμείς στη δική της. Για να γίνει κατανοητή η φύση της ενοχής, και η απαραίτητη μετάλλαξή της από καταστροφική σε μέσο αποκατάστασης, χρειάζεται να γυρίσουμε στην αρχή της.
Καθώς το βρέφος καταλαβαίνει ότι εξαρτάται από τους άλλους για να επιβιώσει, προσπαθεί να διασώσει τον εαυτό του με το να απομακρύνει τους πόνους του. Αποδέκτης αυτών γίνεται η μάνα. Εκείνη εισπράττει όλο το κλάμα, την άρνηση και τη δυσφορία του, αλλά παρόλα αυτά δεν καταστρέφεται. Συνεχίζει να επιτελεί το σπουδαίο έργο της με το να υπομένει ένα πλάσμα που για τους πρώτους μήνες της ζωής του, προσφέρει μόνο το άγχος του σε εκείνη.
Η φύση, παρόλη την επιθετικότητά της, είναι σοφή. Στρέφει το μίσος στο πρόσωπο του περιβάλλοντος το οποίο αισθάνεται ότι έχει την πιο πολλή αγάπη – τη μάνα – με σκοπό να συντριβεί το μίσος κάτω από την καλοσύνη της και να επιζήσει η αγάπη.
Μετά από πολλή επιμονή από την μεριά της, από επαρκή και ουσιαστική παρουσία, το βρέφος αποκτά τον απαραίτητο χώρο να φιλοξενεί τα άγχη του χωρίς να φοβάται ότι θα καταστραφεί από αυτά. Δοκιμάζει να ταλαιπωρηθεί – δοκιμάζει λίγη από τη δουλειά της – και μέσα από αυτή την ταλαιπωρία συνειδητοποιεί σε τι είχε υποβληθεί εκείνη. Επάνω σε αυτή την συνειδητοποίηση, γεννιέται για πρώτη φορά το αίσθημα της ενοχής. Πάνω στο νοιάξιμό του, το βρέφος αισθάνεται τύψεις που της επιτέθηκε με το κλάμα του, την άρνησή του, και τις δυσκολίες που της παρουσίαζε στο έργο της να το φροντίσει.
Το βλέπουμε στα βρέφη λίγο μετά τους 6 μήνες. Δίνουν πίσω στη μάνα. Τα ταΐζει και προσπαθούν να πιάσουν κι εκείνα το κουτάλι και να την ταΐσουν “Να, πάρε κι εσύ. Με συγχωρείς, δέξου την συγγνώμη μου”.
Εκεί χρειάζεται η παρουσία της μάνας ακόμα πιο πολύ. Με το ότι βρίσκεται εκεί στην πραγματικότητα, εξακολουθεί να του δείχνει καλοσύνη, να του πιστοποιεί ότι δεν έχει απομακρυνθεί αλλά υπάρχει, το βρέφος αρχίζει να αμφισβητεί μέσα του την καταστροφή που της προξένησε και να τη συμπληρώνει με την πραγματικότητα. Ξεκινά να την επανορθώνει μέσα από μία σχέση που βασίζεται περισσότερο στο ρεαλισμό του εξωτερικού κόσμου και λιγότερο στην φαντασία του εσωτερικού. Την ξαναφτιάχνει μέσα από την αλληλεπίδρασή τους. Αποκτά πρόσβαση στην επανόρθωση. Την πιο σπουδαία λειτουργία της ψυχής. Εκείνη που κάνει το νοιάξιμο για τους άλλους να προέρχεται από ενδιαφέρον, όχι από ένα αίσθημα καθήκοντος.
Συμβαίνει, όμως, όταν οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν, όταν αυτό δεν διαψεύστηκε επαρκώς, το βρέφος να απομένει με ένα καταστροφικό αίσθημα ενοχής αντί με ένα επανορθωτικό. Ο μόνος τρόπος, τότε, να γλιτώσει από αυτή την εσωτερική δίωξη, είναι να ζήσει μια ζωή όπου θα οδηγείται στην τιμωρία.
Το βλέπουμε σε πολλούς ενήλικες. Να επιλέγουν σχέσεις όπου χρειάζεται να λειτουργούν στην υπηρεσία των άλλων, ενώ όταν βάζουν τον εαυτό τους μία μικρή προτεραιότητα να πάσχουν από βαθιές ενοχές. Συχνά, βασανίζονται σε τιμωρητικούς δεσμούς όπου θυσιάζουν κομμάτια της ελευθερίας τους ώστε να νιώθει ο σύντροφός τους ολόκληρος. Κάθε φορά που αισθάνονται να θυμώνουν, και να θέλουν να πάρουν μία απόσταση από τον άλλο, η ενοχή μέσα τους τούς κάνει να στρέφουν αυτό τον θυμό στον εαυτό τους. Το νοιάξιμο για τον άλλο μετατρέπεται, από ενδιαφέρον, σε τιμωρία.
Μία γενναία γυναίκα που με επισκέφτηκε κάποτε μου μίλησε για μία σειρά αποτυχημένων σχέσεων που είχε. Σε όλες αισθανόταν τον καταναγκασμό να ικανοποιεί τους άλλους, ακόμα και εις βάρος της. Δεχόταν να αγνοείται η ίδια και οι ανάγκες της αρκεί να μην ένιωθε κάποιον απογοητευμένο ή ότι έχει κάποιο παράπονο από εκείνη -φυσικά, σε όλη της τη ζωή έσμιγε με ανθρώπους που δεν ήταν ικανοποιημένοι με τίποτα από τον εαυτό τους, πράγμα που φρόντιζαν να αποδίδουν σε εκείνη.
Σε όλες τις αφηγήσεις της, ξεχώριζε η ανάγκη της να προστατεύσει εκείνους που περιέγραφε ότι την έβλαπταν. Κάθε φορά που βίωνε θυμό για τον τρόπο τους, έσπευδε να τον ξορκίσει λέγοντας τι θα μπορούσε να έχει κάνει καλύτερα ή πόσο κακό τους κάνει όταν δεν λειτουργεί ιδανικά.
Η ζημιά που αισθανόταν ότι είχε προκαλέσει, δεν της επέτρεπε να αντλεί απόλαυση αν αυτή η απόλαυση δεν ήταν προϊόν μόχθου ή ταλαιπωρίας. Οι μόνες στιγμές που πραγματικά μπορούσε να βιώσει χαρά, ήταν όταν μετά από κάποια σύγκρουση με τον σύντροφό της, κατάφερνε να τον ηρεμήσει θυσιάζοντας ακόμα περισσότερο από την ίδια και ικανοποιώντας τις απαιτήσεις του.
Ο τρόπος που έφευγε από όλες αυτές τις σχέσεις, ήταν ο ίδιος. Υπέμενε όλη την ταλαιπωρία μέχρις ότου οι παράλογες απαιτήσεις των άλλων γίνονταν τόσο μεγάλες, που αισθανόταν ότι τους κάνει περισσότερο κακό με την παρουσία της παρά καλό. Φυσικά, έφευγε τρομερά πληγωμένη.
Δεν ήταν προς έκπληξη, λοιπόν, όταν αυτή η γυναίκα μού μοιράστηκε πως ο λόγος που με επισκέφτηκε είναι γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί έλκεται από τέτοιους ανθρώπους, ενώ όποιος δεν ταίριαζε σε αυτό το προφίλ, όποιος της έδειχνε ενδιαφέρον ή νοιάξιμο χωρίς να απαιτεί κάτι από την μεριά της, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία “Φοβάμαι να εμπιστευτώ όταν μου φέρονται καλά…”
Η αίσθηση πως έχουμε βλάψει τον άλλο απλώς με το να έχουμε ανάγκες, μαρτυρά μία βαθιά ανάγκη να τιμωρηθούμε. Όπως το βρέφος νιώθει πώς οι φυσικές ανάγκες του ταλαιπώρησαν εκείνον που αγαπούσε, έτσι και ο ενήλικας, όταν δεν αισθάνεται ότι του επιτρέπεται να υπάρχει για αυτό που είναι, νιώθει ότι οι ανάγκες του εξοντώνουν αυτούς που αγαπά. Εκεί, ωστόσο, η ίδια η αγάπη καταλήγει τιμωρία.
Όπως κατέληγε να είναι και για τη γενναία γυναίκα του παραδείγματος. Εκεί που υπήρχε η υποψία ότι θα της φερθούν καλά, εκεί που υπήρχε αγάπη χωρίς κόστος, κρυβόταν ο φόβος ότι θα τιμωρηθεί, είτε με το να της την αφαιρέσουν, είτε με το να την εγκαταλείψουν. Εκείνος, όμως, που φοβάται πως το νοιάξιμο για τον εαυτό του, βλάπτει την αγάπη του για τους άλλους, κατά βάθος φοβάται την ίδια την αγάπη.
Πάνω σε αυτόν τον φόβο σημειώνεται, σήμερα, μία έντονη τάση για έλεγχο της δύναμης της αγάπης μέσα στις ερωτικές σχέσεις. Έναν έλεγχο ώστε να μπορούμε να αντιστεκόμαστε σε αυτήν. Να αντιστεκόμαστε να εμπιστευτούμε, να βασιστούμε, να ακουμπήσουμε. Να ενδιαφερθούμε χωρίς να καταναγκαστούμε. Όσοι φοβούνται τρομαχτικά την εξάρτηση από την αγάπη, ωστόσο, κατά βάθος αρνούνται να νιώσουν οποιοδήποτε συναίσθημα και προσπαθούν να θεμελιώσουν τις ανθρώπινες σχέσεις μόνο επάνω στη λογική.
Η ίδια καταστροφική ενοχή, ακόμα, μπορεί να εμποδίσει και άλλα κομμάτια της ζωής να περατωθούν, όπως το πένθος. Χωρίς πρόσβαση στην επανόρθωση, κάποιος νιώθει ότι μαζί με απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου χάνεται και ένα κομμάτι του εαυτού του καθώς δεν μπορεί να αποκαταστήσει την αναπαράστασή του μέσα μου. Το βλέπουμε συχνά στον χωρισμό ή το θάνατο. Να υπάρχει μία ταύτιση με εκείνον που χάνεται στην προσπάθεια να τον σώσουμε και να καταλήγουμε να βιώνουμε την απώλεια ως απώλεια του δικού μας εαυτού. Οι κρίσεις πανικού, μάλιστα, προέρχονται από ένα βαθύ άγχος διάσωσης του εαυτού ή εκείνων που κατοικούν μέσα του όταν τους νιώσουμε να απειλούνται. Για αυτό και είναι συχνές σε περιόδους έντονης εσωτερικής κριτικής, όπου η ενοχή προκρίνεται.
Η επανόρθωση, όμως, μετατρέπει την αυτοτιμωρία σε ενδιαφέρον. Βοηθά στο να περνάμε από το αίσθημα της καταστροφικής ενοχής, στην αποκατάσταση. Δίχως την αποκατάσταση, εμποδίζεται η άντληση οποιασδήποτε απόλαυσης, καθώς κάποιος θα νιώθει ότι θριαμβεύει έναντι αγαπημένων του που δεν τα καταφέρνουν ή ότι οι άλλοι θα νιώσουν τρομερά υποτιμημένοι αν εκείνος προοδεύσει.
Η ψυχοθεραπεία επιτρέπει τη συνειδητοποίηση της αγάπης στην μορφή της επιθυμίας και την αναγνώριση της εξάρτησης στην μορφή της ανάγκης. Ακόμα πιο πολύ, όμως, βοηθά το πέρασμά μας στην επανόρθωση, τη λειτουργία που επιτρέπει να αγαπούμε ελεύθεροι, με το να νοιαζόμαστε για τον άλλο από ενδιαφέρον κι όχι από χρέος.
εικόνα: πίνακας του Nandini Verma