Μια Φορά κι έναν καιρό… Μέρος 2ο
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc, ψυχοθεραπευτής|
Συνεχίζοντας την ανάλυσή μας σε μερικά από τα γνωστότερα παραμύθια της παιδικής μας ηλικίας, είμαστε προορισμένοι να συναντήσουμε μερικές ακόμα έννοιες οι οποίες, στον ενήλικο κόσμο, είναι όσο ωμές όση η άρνησή μας να αποδεχτούμε την ύπαρξή τους…
«Η χιονάτη και οι επτά νάνοι»
(Ναρκισσισμός)
Ο φθόνος της μητριάς για τη Χιονάτη οδηγεί την πρώτη να διατάξει έναν κυνηγό να την εγκαταλείψει στο δάσος, να πεθάνει. Εκείνη, όμως, φωλιάζει στο σπίτι επτά νάνων και όταν η μητριά την ανακαλύπτει και τη δηλητηριάζει, από το μαρτύριό της την σώζει ένα πριγκιπόπουλο.
Η ιστορία ξεκινά με το περίφημο καθρέφτη καθρεφτάκι μου, που δεν μπορεί παρά να παραπέμψει στην ιστορία του Νάρκισσου, του οποίου η αγάπη του για τον εαυτό υπήρξε η καταστροφή του. Βλέπετε, το είδωλο της βασίλισσας ήταν τόσο τέλειο που δεν μπόρεσε ποτέ να ταυτιστεί μαζί του… Έτσι αναζητούσε διαρκώς επιβεβαίωση και έπασχε από το ίδιο άγχος που πάσχει κάποιος καθηλωμένος στο στάδιο του καθρέφτη. Θυμωμένη από την απάντηση του “ιδεατού” της εαυτού που καθρεπτιζόταν, χειραγωγεί τον βασιλιά και πατέρα της χιονάτης και τον καταντά παθητικό στην τύχη της κόρης του. Η στάση του βασιλιά υποδηλώνει ότι ένα παιδί χρειάζεται να μάθει να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις, εάν θέλει να επιβιώσει, ενώ οι επτά νάνοι συμβολίζουν τις επτά ημέρες της εβδομάδας, που είναι γεμάτες εργασίες. Η Χιονάτη, λοιπόν, χρειάζεται να κατακτήσει τον κόσμο της εργασίας εάν θέλει να ενηλικιωθεί και να αποκοπεί από τον εκφοβισμό της μητριάς της. Με λίγα λόγια, χρειάζεται να μεγαλώσει.
Το ίδιο το όνομα της ηρωίδας, Χιονάτη, λέει πολλά για την λευκή της επιδερμίδα και τα ροδαλά της μάγουλα, γεγονός που εμπεριέχει τόσο την ανερωτική της πλευρά, με τον πρώτο παραλληλισμό, όσο και την ερωτική της με το δεύτερο. Παρόλες τις προσπάθειές της, όμως, η Χιονάτη, πέφτει διαρκώς θύμα της πονηράδας της μητριάς ενδίδοντας στις δολοπλοκίες της. Το αποκορύφωμα όλων είναι το μήλο που, με το κόκκινό του χρώμα, συμβολίζει τον κοινό παράγοντα ανάμεσα σε μητριά και προγονή που είναι και ο πραγματικός λόγος που η μία ανταγωνίζεται την άλλη… Την ώριμη σεξουαλική διάθεση! Το πλήθος των τερτιπίων της μητριάς, παρόλα αυτά, είναι μία αλληγορία για τη δύσκολη περίοδο της εφηβείας κατά την οποία ο ανώριμος με τον ώριμο εαυτό αντιμάχονται. Σαφέστατα, όμως, επειδή μέσα από την σύγκρουση προκύπτει η λύση, η Χιονάτη χρειάζεται να ενδώσει ώστε να ωριμάσει και να ανταποκριθεί στον έρωτα του βασιλόπουλου.
«Η σταχτοπούτα»
(Αδελφική αντιζηλία)
Η προγονή μίας μητριάς που έχει δύο κόρες, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να είναι η απαξιωμένη υπηρέτρια των τριών. Με τη βοήθεια μιας νεράιδας, όμως, η Σταχτοπούτα, αποκτά όσα χρειάζεται για να την προσέξει ένας πρίγκιπας ενώ το γοβάκι, που καταλήγει να χάσει, θα οδηγήσει τον πρίγκιπα κοντά της, μετά τον αποχωρισμό τους.
Πρώτα πρώτα, το όνομα της Σταχτοπούτας της έχει δοθεί επειδή μονίμως καθαρίζει στάχτες. Οι στάχτες είναι ένας συμβολισμός του πένθους για τη βιολογική της μητέρα, το οποίο και είναι απαραίτητο για να έρθει η περάτωση. Τα συναισθήματα που ακολουθούν μετά από την περάτωση, δίνονται με το συμβολισμό της νεράιδας, η οποία την παροτρύνει στην ανάληψη προσωπικής ευθύνης μέσα από τα καθήκοντα που της αναθέτει πριν τη μεταμορφώσει σε όμορφη κοπέλα. Στην ουσία, λοιπόν, η ίδια η Σταχτοπούτα βελτιώνει τον εαυτό της μέσα από την προσπάθεια που καταβάλει να εξελιχθεί.
Το πρώτο μέρος του παραμυθιού είναι και το πιο σημαντικό αφού διδάσκει πως της επιτυχίας προηγείται η δυσκολία, και αν η Σταχτοπούτα ήθελε την κοινωνική καταξίωση που φέρνει ο γάμος με το πριγκιπόπουλο χρειαζόταν να χτίσει χαρακτήρα! Ακόμα, όμως, κι όταν η Σταχτοπούτα μεταμορφώνεται σε όμορφη γυναίκα διακατέχεται από αμφιθυμία σχετικά με την ερωτική δέσμευση, πράγμα που ο συγγραφέας δίνει μέσα από το ότι παραβρίσκεται τρεις φορές στο χορό του βασιλιά μέχρι να συμβεί το γεγονός με το γοβάκι. Ο συγγραφέας είχε αρχικά περιγράψει το γοβάκι της Σταχτοπούτας ως γούνινο που είναι μία ξεκάθαρη παραπομπή στο τριχωτό του εφηβαίου μίας κοπέλας. Μάλιστα, όταν ο πρίγκιπας της το φορά υποδεικνύει την ερωτική πράξη αφού υπάρχει τόσο άγγιγμα όσο και εφαρμογή.
«Η κοκκινοσκουφίτσα»
(Καταβρόχθιση, εμπιστοσύνη)
Η κοκκινοσκουφίτσα, στο δρόμο για να επισκεφτεί την άρρωστη γιαγιά της, επιλέγει το μονοπάτι του δάσους γνωρίζοντας έναν κακό λύκο, ο οποίος βάζει σκοπό του να καταβροχθίσει τόσο την ίδια όσο και τη γιαγιά της.
Η Κοκκινοσκουφίτσα, με όνομα που αποκαλύπτεται το χρώμα της κάπας της και το “κόκκινο πανί” της σεξουαλικότητας που αποτελεί κίνδυνο για την αθωότητα ενός παιδιού, μοιάζει να διακατέχεται από μία συναισθηματική ανωριμότητα. Έτσι, για να επικρατήσει στον έρωτα, για να κατακτήσει τη γυναικεία φύση της, αποφασίζει να εξοντώσει οιδιποδειακά της αντίζηλές της και έτσι μαρτυρά την τοποθεσία του σπιτιού της γιαγιάς της, στον κακό λύκο. Ο κακός λύκος του παραμυθιού σαφέστατα συμβολίζει το ζωώδες μέσα στην ανθρώπινη φύση. Αυτό το ζωώδες, όμως, υπάρχει και στην ίδια, ως οικουμενικός δεσμός, και είναι το νήμα με το οποίο ράβεται η συμπάθειά της για το λύκο, όπως αναδεικνύεται στη γραφή του συγγραφέα.
Το ζωώδες αυτό συνεχίζει να ασκεί την επιρροή του και όταν η Κοκκινοσκουφίτσα αναζητά αγωνιωδώς τη γιαγιά της, στο σπίτι της, και παρόλη την ταραχή της δεν φεύγει. Παραμένει μαγεμένη με τον ίδιο τρόπο που η έννοια του σεξ υπερβαίνει την αντιληπτική ικανότητα του παιδιού και το αφήνει να ταξιδεύει στην ιδέα του. Ο λύκος, αφού τρώει τη γιαγιά, καταβροχθίζει και την ίδια γεγονός που συμβολίζει το θάνατο της ανώριμης παιδικής της φύσης και την επαναφορά της ως ώριμου κοριτσιού, με τον κυνηγό να την “ξεγεννά” από την κοιλιά του τέρατος συμφιλιώνοντας τον μικρό αναγνώστη με την ιδέα της εγκυμοσύνης!
Εάν είναι να κρατήσουμε ένα κοινό από τον τρόπο που τα ενήλικα μάτια χαϊδεύουν το δέρμα των εννοιών, που βοήθησαν να κατευνάσουμε το άγχος των αλλαγών που επέφερε ο χρόνος, είναι ότι ο συμβολισμός είναι το νόημα που χρειάζεται να δώσουμε στη ζωή μας. Στον ενήλικο κόσμο, στον κόσμο όπου η δυστυχία είναι υπαρκτή και δεν προσωποποιείται μόνο στο πρόσωπο ενός κακού δράκου ή μίας δεσποτικής μητριάς, η μόνη λύση είναι να δημιουργήσουμε ζεύξεις της φαντασίας μας με την πραγματικότητα. Έναν κοινό τόπο, δηλαδή, στον οποίο το άγχος της πραγματικότητας καταλύεται μπροστά στο παντοδύναμο συναίσθημα του εσωτερικού μας εαυτού και ο φόβος της ωμής αλήθειας υποκλίνεται στο ατρόμητο της ψυχής μας…



