Σ’αγαπώ γιατί σε ευγνωμονώ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|

Η πιο φυσική τάση της ζωής είναι η αγάπη. Κάθε ένας, γεννιέται με την ανάγκη να συνδεθεί, να σχηματίσει δεσμούς, να αγαπήσει και να αγαπηθεί για αυτό που είναι. Είναι κάτι αυθόρμητο που το μόνο που απαιτεί, είναι κάποιον να του αγκαλιάσει αυτή την ανάγκη. Πολλοί, αντί να αγαπούν, μισούν. Αυτό είναι το μόνο αφύσικο. Αντίθετο στην οδηγία της ίδιας της ζωής. Το μίσος καλλιεργείται όταν δεν σε αγαπήσουν κατάλληλα. Όταν σε στερήσουν. Όταν σε αμελήσουν. Πολλοί αγαπούν, όμως αγαπούν με στέρηση, με βία.

Υπάρχει αγάπη με βία, εκεί που η αγάπη δεν αποδόθηκε κατάλληλα. Υπάρχει αγάπη με στέρηση, με έλεγχο. Αγάπη με πόνο. Αγάπη που δεν αποδέχεται. Αγάπη που κουβαλάει βαριά ανάγκη. Η πιο βίαιη αγάπη είναι το “δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα”. Αυτό φέρνει εξάρτηση, έλεγχο, βάσανα. Η ώριμη αγάπη ενέχει το μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Δεν θα μου είναι ευχάριστο, αλλά μπορώ γιατί καταλαβαίνω ότι για την ευτυχία μου υπεύθυνος είμαι εγώ. Όχι εσύ. Στην πρώτη περίπτωση, η αγάπη είναι θέμα επιβίωσης. Στη δεύτερη είναι επιλογή.

agapi-einai-agapas-xoris-metanioneis-750x400

Αυτό, βέβαια, ξεκίνα στην παιδική ηλικία. Αν είχα μια μαμά που ήταν εκεί για τις δικές μου ανάγκες, άνευ όρων, τότε μπορώ να την ευγνωμονώ για το δώρο της αγάπης της και να αναζήτησω να τη δωρήσω κι εγώ κάπου αργότερα. Να ευχαριστήσω κι εγώ, με τη σειρά μου, κάποιον άλλον για αυτό το δώρο. Το “ευχαριστώ” το μαθαίνω στην κούνια. Το ίδιο και την ευγνωμοσύνη που βασίζεται η αγάπη. Εάν όχι, εάν η μητέρα μου με παραμελούσε ή με φρόντιζε σαν αντιστάθμισμα στις δικές της αφρόντιστες ανάγκες, τότε μία ζωή θα αναζητώ την αγάπη που δεν πήρα. Θα ερωτεύομαι και θα κατατροπώνομαι μέσα από τους έρωτές μου.

Θα ποθώ ανθρώπους που με ματαιώνουν, με απορρίπτουν, δεν με θέλουν, μα θα τους διεκδικώ με πάθος. Δεν θα μπορώ να ζήσω χωρίς αυτούς. Το βλέπουμε γύρω μας. Πώς θα μπορούσε, όμως, κανείς να είναι ερωτευμένος με κάποιον που δεν τον θέλει, που τον κερνάει τόσο πόνο, εάν κατά βάθος δεν ήταν ερωτευμένος με την ίδια την απόρριψη και τη ματαίωση; Στον έρωτα, εξάλλου, τις ιδιότητες ερωτευόμαστε, οχι το πρόσωπο.

Κι αυτό ξεκινάει πολύ πριν περπατήσουμε. Στους πρώτους μήνες. Ένα βρέφος αισθάνεται παντοδύναμο. Έχει τέτοια γοητεία που όλοι τρέχουν να το εμπεριέξουν και να το φροντίσουν. Μη έχοντας αναπτύξει ακόμα δικό του εαυτό, αντιλαμβάνεται τον κόσμο σε δίπολα. Απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό. Το ίδιο και τους ανθρώπους. Τους σχίζει στα δύο. Η μαμά του, που ανταποκρίνεται στο κλάμα του, είναι απόλυτα καλή και διαφορετική από την μαμά του που δεν ανταποκρίνεται στα καλέσματά του. 

Εάν, ως επί το πλείστον, οι ανάγκες του αγνοηθούν, εάν δεν του δώσουν την ευκαιρία να μάθει το ευχαριστώ, το βρέφος θα παραμείνει καθηλωμένο σε αυτή την απόλυτη οπτική και θα συνεχίσει να εισπράττει τους ανθρώπους ως μόνο καλούς ή κακούς. Θα μεγαλώσει, θα σχετιστεί, και κάθε φορά που δεν θα ικανοποιούνται οι ανάγκες του, θα αισθάνεται μεγάλη εγκατάλειψη και μίσος. Θα έχει την τάση να καταστρέφει τον άλλο μέσα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις για την παραμέληση που αισθάνεται. Και μαζί με τον άλλο, θα καταστρέφει και τον εαυτό του, αφού η εξάρτηση που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τότε, τον καθιστά αδύναμο να εγκαταλείψει εκείνον που τον στερεί και να προχωρήσει.

Εάν, όμως, η καλή μαμά υπερισχύσει, το βρέφος θα μπορέσει να συγχωρήσει την κακή που κάποιες φορές δεν κατάφερνε να ανταποκριθεί. Θα τη συνθέσει σε μία και θα καταλάβει ότι κανείς δεν είναι τέλειος, όμως παρά αυτό, οι άνθρωποι είναι αρκετοί και μπορούν να μας φροντίζουν. Συνάμα, όμως, θα αισθάνεται και τρομερές ενοχές που βίωνε τη μαμά του κακή και θα αρχίσει ο αγώνας του για εξιλέωση. Είναι εκείνη η περίοδος που ένα βρέφος απλώνει τα χέρια του, προσφέρει πίσω τα αντικείμενα που του δίνονται, τεντώνεται να αγκαλιάσει και το ίδιο όπως αγκαλιάζεται. 

Εκεί, χρειάζεται αυτή η προσφορά να γίνει δεκτή ώστε να καταλάβει ότι η μαμά του το αποδέχεται ακόμα και με τα καταστροφικά του συναισθήματα. Εάν δεν συμβεί αυτό, το βρέφος, και ο ενήλικας αργότερα, θα βιώνει τρομερές ενοχές κάθε φορά που θυμώνει με κάποιον ή στενοχωρεί κάποιον άλλο. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, που οι βαθύτερα ενοχικοί άνθρωποι είναι εκείνοι που τους στέρησαν το δικαίωμα να αγαπήσουν και όχι να αγαπηθούν. Εκείνοι που τους στέρησαν το δικαίωμα να προσφέρουν, όχι να λάβουν. Να φιλήσουν, να αγκαλιάσουν, να δώσουν πίσω κι αυτοί ώστε να αισθανθούν ότι εκτιμάται η προσφορά τους, ότι αξίζουν.

Εκεί είναι που παγιδεύεται ο παιδικός εαυτός. Εκεί είναι που γεννιέται το φταίω. Η ενοχή. Η δηλητηριώδης αυτή φλούδα που θα έρθει να καλύψει ο,τι μπορεί να αισθάνομαι. Ενοχή που θυμώνω και σε δυσφορώ, ενοχή που θλίβομαι και σε ενοχλώ, ενοχή που επιθυμώ και σε ξεβολεύω, ενοχή που χαίρομαι ενώ δεν θα έπρεπε γιατί υπάρχει θλίψη στον κόσμο γύρω μου. Κι είναι αυτή η ενοχή που δεν μ’αφήνει να προχωρήσω αφού μου απαγορεύει να λευτερώνω ό,τι αισθάνομαι. Με αναγκάζει να αγαπώ από ανάγκη. Όχι από ευγνωμοσύνη.

Αγάπη, όμως, είναι να προσπαθήσω να δω τον άλλο ως κάτι περισσότερο από απλά την ανάγκη μου. Ώριμη αγάπη. Να προσπαθήσω να τον δω ως ξένο, με την έννοια του διαφορετικού, του ξέχωρου από εμένα, όχι σαν κάποιον που γνώριζα μια ζωή. Αυτό είναι τρομερά επικίνδυνο. Εκεί ζητάω από τον άλλο να με κουβαλήσει χωρίς να το καταλαβαίνω. Αυτόν που ξέρω μια ζωή, τον φοβάμαι περισσότερο εξάλλου για αυτό και τον φιμώνω μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Όσο δεν το καταλαβαίνω αυτό, θα πηγαίνω στο οικείο μου. Εκεί που μπορεί να λειτουργήσει η παιδική μου κασέτα, ακόμα κι αν είναι άκρως ματαιωτική για εμένα. 

Συμβαίνει γύρω μας. Πολύ συχνά κάποιος βαθιά θυμωμένος σμίγει με κάποια βαθιά θλιμμένη. Εκείνος μπορεί να εκτονώνει το θυμό του, κατηγορώντας την ότι δεν κάνει τίποτα όλη ημέρα, ότι είναι βυθισμένη στη θλίψη της, κι εκείνη μπορεί να τον κατηγορεί για τη θλίψη αυτή αφού όλο της φωνάζει. Κάποιος με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, σμίγει με κάποια που φοβάται και τη σκιά της. Εκείνος βρίσκει κάποια που δεν τον απειλεί, αφού αισθάνεται λίγη, κι εκείνη αισθάνεται σπουδαία που αισθάνεται σπουδαίος δίπλα της.

Κάποιος που φοβάται την αυτονομία, βρίσκει μια σύντροφο που κρεμιέται από επάνω του. Την κατηγορεί, την απαξιώνει, της καταλογίζει όλες του τις δυστυχίες, αλλά συνάμα τον εξασφαλίζει από τον φόβο της ανεξαρτησίας. Και κάποια που φοβάται την εγκατάλειψη, βρίσκει κάποιον που είναι μονίμως άρρωστος. Την κουράζει, την εξαντλεί, αλλά η κατάστασή του την καθησυχάζει ότι δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Όλα αυτά ασυνείδητα, φυσικά.

Και σε όλα, οδηγός είναι ο φόβος. Η ανάγκη που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αυτός είναι ο πιο πραγματικός ορισμός του φόβου. Αυτό που φοβάμαι, το είχα κάποτε ανάγκη, αλλά δεν είχα τον τρόπο να το πραγματοποιήσω. Έκτοτε, το φοβήθηκα αφού μου θύμιζε το πόσο το επιθυμούσα και ματαιώθηκα. Το επαναλαμβάνω με σκοπό να πάρω κάτι διαφορετικό, αλλά όσο δεν αντιλαμβάνομαι τι κάνω, παίρνω πάντα το ίδιο. 

Κι αυτό που δεν μου επιτρέπω να καταλάβω, γιατί είναι τρομερά επιπονο, ο φόβος που δεν μου επιτρέπω να αναγνωρίσω, η ανάγκη που δεν μου επιτρέπω να αποδεκτώ, τρέχω να τη συμπληρώσω με τη λογική μου. Ο πιο σκληρός εχθρός, είναι η λογική που αναγκάστηκα να καταφύγω. Και είναι σκληρός γιατί με περιμάζεψε όταν ήμουν σε ανάγκη, με αντέχει μόνο οταν είμαι σε ανάγκη, και χωρίς να το καταλαβαίνω μου ζητάει και να παραμένω σε ανάγκη για να τη χρειάζομαι. Εάν μου στέρησαν την αγάπη, θα υιοθετήσω μια εξίσου στερητική λογική. Μία λογική που θα μου λέει “Μη, δεν πρέπει”

Για αυτό και στην θεραπεία η λογική χρειάζεται να εξαίρεται και να ακούγεται το συναίσθημα. Η φωνή της ψυχής είναι το συναίσθημα. Εκεί υπάρχω. Εκεί μπορώ να με μάθω. Να με γνωρίσω όπως είχα ανάγκη να με γνωρίσω. Να μάθω να με αφουγκράζομαι, να με κατανοώ. Να με αγαπώ χωρίς να είναι κούφια η λέξη. Να με αγαπώ πραγματικά. Όχι με όρους. Εκείνη είναι αγάπη που δεν χωράει κανέναν ολόκληρο. Είναι αγάπη που ζητάει να ακρωτηριάσω μέλη από την ψυχή μου. Αγάπη που δεν έχει ευχαριστώ.

Στην πραγματική αγάπη, όμως, μπορώ να αισθανθώ ευγνωμοσύνη. Η βάση της αγάπης είναι η ευγνωμοσύνη. Η ευγνωμοσύνη που νιώθει ένα παιδί για τη μητέρα που το φρόντισε κατάλληλα. Χωρίς να περιμένει τίποτα από εκείνο, χωρίς να προσδοκεί να την ικανοποιήσει. Την ικανοποιούσε που το φρόντιζε, για αυτό κι εκείνο μετά θα αντλεί ικανοποίηση μόνο που θα φροντίζει κάποιον άλλο. Χωρίς ευγνωμοσύνη, λοιπόν, αγάπη δεν υπάρχει γιατί εκεί η αγάπη έχει μόνο έναν εαυτοκεντρικό χαρακτήρα. 

Κι αυτή η μαμά δεν ήταν τέλεια. Σκοπός δεν είναι να αγαπήσω το τέλειο. Δεν υπάρχει τίποτα τέλειο στη φύση. Αντίθετα, σκοπός είναι να αγαπήσω όλες μου τις αδυναμίες. Να αγαπήσω κάθε ατέλεια, αφού καταλαβαίνω ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται και η πραγματική αγάπη. Να με φροντίσω, να αναλάβω την ευθύνη της ευτυχίας μου αντί να την εναποθέσω σε κάποιον άλλο.

Το να κυνηγώ να σχετιστώ χωρίς να με έχω μάθει, εξάλλου, δεν θα μου φέρει τίποτα παραπάνω από μοναξιά. Αυτό που θα με ωφελισει, όμως, είναι να δουλεύω τον εαυτό μου, να τον καλλιεργώ ώστε να τον προετοιμάζω για μία επικείμενη γνωριμία. Μόλις με κατεργαστώ, βρίσκω και να συνδεθώ. Αυτό είναι που συμβαίνει κατά κόρον σε μια θεραπευτική συνθήκη με κάποιον ώριμο θεραπευτή. Η κατεργασία. Μεγαλώνω. Μαθαίνω να με φροντίζω, να με προστατεύω από το να με διαθέτω εκεί που έχει πόνο. Να με κατανοώ, να με συγχωρώ εκεί που το χρειάζομαι. Μαθαίνω ποιος είμαι, συστήνομαι με τον εαυτό μου. Σε αντίθεση περίπτωση, τα ακατέργαστα κομμάτια μου θα αναζητούν ομοίως ακατέργαστους συντρόφους και θα αλληλοπληγωνόμαστε. Αγκαλιά με αγκάθια.

Η αγάπη ενέχει πάντα το ρίσκο της ματαίωσης. Χρειάζεται να είμαι εξοικειωμένος με αυτό σαν αγαπήσω. Το μαθαίνω κι αυτό με τη θεραπεία. Να καταλάβω ότι ο άλλος δεν είναι ιδιοκτησία μου, δεν μου χρωστάει τίποτα επειδή τον αγαπάω. Ό,τι θέλω να μου δώσει, θα χρειαστεί να το ζητήσω γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να μην συμβεί ποτέ. Υπεύθυνος για την ευτυχία μου είμαι εγώ. Να συνειδητοποιήσω ότι ευτυχισμένος είμαι όταν βλέπω εσένα σε εσένα κι εσύ βλέπεις εμένα σε εμένα. Όχι όταν βλέπουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια μας. Δεν είναι εύκολο, όμως αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει σπουδαίους. 

Όσο δεν το κάνω, τόσο προστίθενται δυσκολίες στη ζωή μου. Και κάθε δυσκολία που δεν λύνεται γίνεται ένας κόμπος. Κι όπως με μια κλωστή, που όσο περισσότεροι οι κόμποι τόσο μικρότερη κι η ίδια, έτσι και η ζωή. Όσοι περισσότεροι οι κόμποι, τόσο μικρότερη κι εκείνη. Στην θεραπεία το μαθαίνω κι αυτο. Μαθαίνω να λύνω τους κόμπους αφού, όμως, πρώτα μάθω κάτι άλλο. Να τους χρησιμοποιώ για να σκαρφαλώσω στην κορυφή μου και να με αγκαλιάσω.

 

Facebook Twitter Google+ LinkedIn