Σεμπρεβίβα
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΑΛΑΝΤΗΣ ΓΑΟΥΤΣΗΣ
Συνθέτης-Στιχουργός|
Χρεωμένοι δε, αισθανόμεθ΄ απέναντι
σε μία σεμπρεβίβα, που ίσα χρύσιζ΄ έναν πέτρινο λοφιό.
Τη μέρα, τη φορά την πρώτη θυμούμαι τα μάτια σου σαν είδα,
ανθίσαν κι οι βερβένες, μιλημένες σα να κάλυπταν μιας ζωής τ΄αληταριό.
Τη νύχτα, έμενες μονάχη σου, κρεμάμενη σ΄αγαπημένο παραθύρι·
σα φάρος έμοιαζ΄ η εικόνα σου για ΄κείνους που φοβούνται το φευγιό.
Θαρραλέα διάλεξα κι έπεσα στα βράχια σου, στο πρώτο κοιμητήρι,
κι ας ήταν μια ζωή να με φωνάζουνε: «Της σεμπρεβίβας Ναυαγό».
Χρεωμένοι δε, αισθανόμεθ΄ απέναντι
σε φεγγαριού ρομάντζο, όπου ΄κουμπούσαμε την άθλια καθημερνιά.
Μας άφην΄ ασημένιους, να προτιμούμε το βραδινό σουλάτσο
μιας κι η σεμπρεβίβα τού ΄τρωγε το φως σα καταχνιά.
Κι εσύ, όταν ανάμεσά τους έμπαινες και δάκρυζαν στην ομορφιά σου,
μοιραία ΄κείνα διάλεγαν το θάνατ΄ ως σκοπό ζωής κάθε βραδιά.
Το φεγγάρι κοίταξε της σεμπρεβίβας τη θηλιά γύρ΄απ΄τα λαιμά σου,
κι η σεμπρεβίβα εθλίφη, αφού φεγγάρια δυο τής θύμιζ΄ η ματιά σου.
Χρεωμένοι δε, αισθανόμεθ΄ απέναντι
στη δολοφόνο ελπίδα, που ΄τανε για ΄μάς μαξίλαρο τάχα διαλεχτό.
Μια νύχτα, τη μυρίσαμε, τη σκίσαμε στα δυο, και: ω! η σεμπρεβίβα!
(αλίμονό μας, άνθρωποι, αν υποκύψομε στ΄ομορφότερο, στο πιο λαμπρό.)
Τότε, ΄κείνα τα βράχια με θυμήθηκαν· νοστάλγησαν το θάνατό μου.
Τραγούδαγαν στα κύματα: τι ωραία πήρανε τη ζωή από ΄να νιο.
Καμάρωναν το θάρρος μου, κι έλεγαν: «΄κείνος τιμούσε τον εαυτόν του,
αφού τον ίδιο χάριζε σ΄αγαπημένη, αντί της σεμπρεβίβας τον ανθό».
Πηγή: αναπνοές



