Το γονεοποιημένο παιδί

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|

Εάν υπάρχει μία ατόφια ανάγκη της ψυχής, είναι η ανάγκη για αποδοχή. Βρίσκεται παρούσα από τη στιγμή που γεννιόμαστε και παραμένει να μας συντροφεύει για το υπόλοιπο της ζωής μας. Η ανάγκη αυτή, όμως, χρειάζεται να πατάει επάνω σε κάτι πολύ σταθερό για να μπορέσει να κατακτηθεί. Την εκτίμηση εκείνου που μας την προσφέρει για πρώτη φορά. Αυτό, βέβαια, μαθαίνεται από την κούνια. Για να εκτιμήσει ένα παιδί τον εαυτό του, χρειάζεται να έχουν εκτιμήσει τις ανάγκες του πρώτα. Την ανάγκη του για τροφή, την ανάγκη του για καθαριότητα και την ανάγκη του για αγκαλιά. Χρειάζεται να έχουν δείξει αντοχή στη δυσφορία που αισθάνεται κάθε νέος οργανισμός που έρχεται στη ζωή, αλλά και σεβασμό στη διαφορετικότητά του. Σε αντίθετη περίπτωση, το παιδί αισθάνεται μεγάλη ανησυχία.

1609703918349_picnik

Αναπόφευκτα, κάθε παιδί βιώνει την πίεση να συμμορφωθεί με την συναισθηματική κατάσταση των γονιών του, καθώς η επιβίωσή του εξαρτάται άμεσα από εκείνους. Χρειάζεται να προσαρμοστεί στον τρόπο που του παρέχουν φροντίδα αφού, αν αντισταθεί, κινδυνεύει να τους κουράσει ή να τους αποθαρρύνει και να καταλήξει να αγνοείται πέρα από τα απολύτως βασικά. Μία υποτυπώδης φροντίδα, συνεπάγεται μονάχα την μέριμνα για τις σωματικές του ανάγκες, αφήνοντας τον ψυχικό κόσμο στο έλεος των αγχών του. Η αποδοχή εφόσον υπάρχει συμμόρφωση, είναι η πρώτη μορφή αλληλεπίδρασης που μας επιστρέφεται και, κατά συνέπεια, αυτή αποτελεί την βάση για κάθε άγχος που μας τυλίγει όταν καταπιανόμαστε με κάθε τι νέο που αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις.

Για ένα παιδί, όμως, πραγματική αποδοχή παραμένει μονάχα αυτή που παρέχεται αδιαπραγμάτευτα και χωρίς όρους. Αυτή η αποδοχή χρειάζεται να είναι σταθερή, αδιάκοπη και όχι να αυξομειώνεται ανάλογα το πόσο ευχαριστημένοι ή όχι είναι οι γονείς από τις πράξεις του. Με απλά λόγια, η αγάπη τους δεν πρέπει να αποσύρεται όταν το παιδί δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες τους. Η αποδοχή που προσφέρεται μόνο κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, υποχρεώνει το παιδί να γίνει κάτι διαφορετικό από τον εαυτό του.

Αυτό το διαφορετικό αφορά το να μετατραπεί σε κάποια εκδοχή του ιδανικού εαυτού των γονιών, αφού είναι οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες τους που καλείται να εκπροσωπήσει. Όταν, όμως, το παιδί αισθάνεται ότι πρέπει να δουλέψει για να εξασφαλίσει την αποδοχή, ή να αγωνιστεί για την αγάπη, καταλήγει να γονεοποιείται. Σε αυτή την περίπτωση, οι ρόλοι αντιστρέφονται και προσπαθεί να παρέχει εκείνο στους γονείς του στοιχεία τα οποία θα έπρεπε να εισπράττει το ίδιο.

Φυσικά, ένα παιδί που νιώθει ότι δεν εκτιμάται για αυτό που είναι, αλλά για αυτό που μπορεί να κάνει, δεν παύει να εκτιμάει τους γονείς του αντίστοιχα. Τον εαυτό του παύει να εκτιμάει. Ένα παιδί που δεν αγαπιέται χωρίς όρους, δεν παύει να πασχίζει για την αγάπη τους, παύει ωστόσο να αγαπάει τον εαυτό του. Ένα τέτοιο παιδί μεγαλώνει έχοντας τρομερές επιπτώσεις στη ζωή του με πιο μεγάλη τον φόβο να σχετιστεί αυθεντικά. Αυτό το παιδί θα διατηρεί ενεργό τον φόβο της εγκατάλειψης και θα τον συναντά σε όλο του το μεγαλείο μέσα από τις ερωτικές σχέσεις που θα συνάπτει ως ενήλικας.

Η γονεοποίηση, όμως, δεν αφορά μόνο τη φροντίδα των προσδοκιών των γονιών, αλλά και τις εντάσεις της μεταξύ τους σχέσης, που πολλές φορές καλείται να φροντίσει. Έτσι, το γονεοποιημένο παιδί, συχνά καταλήγει να αναπαριστά όχι μόνο την ιδανική εκδοχή κάποιου γονιού, αλλά και την υποτιμημένη πλευρά του, επιτρέποντάς του έτσι να αντέχει περισσότερο τον εκνευρισμό που νιώθει για τον άλλο. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί μία τεράστια ληστεία για το παιδί αφού του στερεί την εξιδανίκευση του άλλου γονιού.

Το βλέπουμε σε πολλά παιδιά, που μεγαλώνουν σε οικογένειες όπου οι γονείς ασκούν έλεγχο, ή εκφράζουν μέσα από εκείνο την επιθετικότητα που δεν μπορούν να εκφράσουν απευθείας, στον άλλο. Το παιδί καταλήγει απαραίτητο ώστε να διατηρείται η σχέση τους με αποτέλεσμα να αισθάνεται τεράστια δυσκολία να απομακρυνθεί από εκείνους ή να εστιάσει στον εαυτό του. Το είδος αυτής της σχέσης έχει δημιουργήσει έναν σιωπηλό όρο ότι η ευτυχία του συνεπάγεται τη δυστυχία των γονιών του.

Μία γενναία γυναίκα που είχα κάποτε σε θεραπεία, μου διηγούταν ότι η μητέρα της διοχέτευε διαρκώς τα αρνητικά στοιχεία της σχέσης της με τον πατέρα της σε εκείνη. Σε κάθε ευκαιρία, της μοιραζόταν πόσο μη κατανοητή και δυστυχισμένη αισθανόταν. Ως αποτέλεσμα, ο θυμός που της διακινούταν προς τον πατέρα της, συγκρούονταν μέσα της με την αγάπη της για εκείνον και την καταβρόχθιζε. Όταν, όμως, επιχειρούσε να παρακινήσει την μητέρα της να αντιδράσει, αντί να την μετατρέπει στο δοχείο των εξορισμένων συναισθημάτων της, η μητέρα της την συμμόρφωνε λέγοντας ότι κανένα παιδί δεν θα έπρεπε να ενθαρρύνει τους γονείς του να συγκρουστούν. Ως εκ τούτου, απέμενε να εισπράττει τα άγχη της μητέρας της και να νιώθει υπεύθυνη να τα μεταβολίζει για εκείνη. Με τον καιρό, κατέληξε να εκπροσωπεί την υποτιμημένη πλευρά της, πότε με το να συγκρούεται εκείνη στη θέση της, και πότε με το να “τραβάει το αφτί” στον πατέρα της, επιτρέποντάς έτσι στη μητέρα της να αντέχει καλύτερα την δυσανασχέτηση που βίωνε στο γάμο της.

Μέσα σε αυτή τη γυναίκα παρέμεινε ένας ανέκφραστος θυμός σχετικά με την αδυναμία της μητέρας της να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της, αλλά και για την κατάσταση στην οποία την ενέπλεκε, πράγμα που συνάντησε αργότερα στην σημαντικότερη σχέση της ενήλικης ζωής της. Η ανάγκη της να πάρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από το αδύναμο κομμάτι της μαμάς της, την είχε οδηγήσει να ταυτιστεί με τον ασυνείδητο θυμό που της είχε μεταδώσει, και να γίνεται επιθετική σε κάθε ευκαιρία προς τον σύντροφό της. Χωρίς να το καταλαβαίνει, μέσα από την σχέση της, η γυναίκα αυτή δεν προσπαθούσε να φτιάξει το μέλλον της, αλλά να διορθώσει το παρελθόν της, αφού όπως είπαμε, κανένα γονεοποιημένο παιδί δεν επιτρέπει στον εαυτό του να είναι ευτυχισμένο χωρίς να κινδυνεύει μέσα του να νιώσει υπεύθυνο για την δυστυχία των γονιών του.

Για να μπορέσει ένα παιδί να ωριμάσει σε ενήλικα και όχι μόνο να μεγαλώσει και να γίνει ένας, χρειάζεται να νιώθει ότι το εκτιμούν απλώς και μόνο επειδή υπάρχει. Αναμφίβολα θα υπάρχουν στιγμές όπου οι γονείς του θα περνούν κάποιες δύσκολες ή ενοχλητικές καταστάσεις, θα απογοητεύονται ή θα στενοχωριούνται, όμως αυτές δεν θα πρέπει να ενέχουν την απειλή της απόσυρσης της αγάπης ή της αφοσίωσής τους. Όταν το παιδί λαμβάνει την άνευ όρων αποδοχή από του γονείς, μεγαλώνει αποκτώντας τη σιγουριά ότι είναι αρκετό και δεν βασανίζεται από εσωτερικές ανασφάλειες, εντάσεις ή φόβους. Για να εκτιμήσει, όμως, πραγματικά ένα παιδί τον εαυτό του, για να αισθανθεί ότι αξίζει, χρειάζεται πρώτα οι ενήλικες που θα το εκτιμήσουν να εκτιμούν τον εαυτό τους. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα του προσφέρουν μία εκτίμηση που δεν είναι κενή, αλλά συνεπής με αυτό που δείχνει. Τα παιδιά, εξάλλου, ποτέ δεν ακούν αυτό που τους λένε. Μιμούνται, όμως, πάντα αυτό που βλέπουν.

Η θεραπεία βοηθά στο να συνειδητοποιήσουμε ποια εκδοχή των παιδικών μας χρόνων αναπαριστούμε ελαττώνοντας τις επίπονες επαναλήψεις του παρελθόντος. Βοηθά να ανοίξουμε τις “βαλίτσες” παιδικής μας ηλικίας αφαιρώντας οτιδήποτε τις βαραίνει. Βοηθά να σχετιστούμε μέσα τις δικές μας ανάγκες και όχι μέσα από τις ανάγκες των άλλων μέσα μας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιλέγουμε συντρόφους λιγότερο για την εκφόρτιση των εσωτερικών μας εντάσεων και περισσότερο για την ανάγκη μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Πιο πολύ, όμως, βοηθά δίνοντας την ευκαιρία να ζήσουμε μία ζωή που προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας και όχι να σώσουμε το γονιό μέσα μας.

Facebook Twitter Google+ LinkedIn