Η ενοχή στην επιθυμία

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|

(οι οιδιποδειακές προεκτάσεις στις ενήλικες σχέσεις…)

Το σημείο που ξεκινά η ενοχή στην ζωή ενός ανθρώπου, είναι πολύ νωρίς. Εκεί που το βρέφος ανακαλύπτει ότι η μητέρα και εκείνο αποτελούν δύο διαφορετικά πρόσωπα (αυτή η συνειδητοποίηση παίρνει καιρό, παρόλα αυτά, αφού το βρέφος έχει υπάρξει για 9 μήνες συνενωμένο με την μάνα). Το σημείο, όμως, που αυτή η ενοχή θα κορυφωθεί μέσα του, είναι όταν θα επιθυμήσει και κάτι πέρα από εκείνη. Αυτό είναι και το πραγματικό σημείο εκκίνησης της νεύρωσης και του αμφιθυμικού συναισθήματος που την συνοδεύει (το σ’αγαπώ & δεν σε αντέχω, παράλληλα, δηλαδή, που καλείται να διαχειριστεί ο βρεφικός και νηπιακός εαυτός). Ένα παιδί, χρειάζεται να ζει ελεύθερο, ωστόσο, αυτό είναι αδύνατο αν αισθάνεται ότι εξαρτάται από γονείς χωρίς ενσυναίσθηση, μη επαρκείς να βοηθήσουν με τις δυσκολίες αυτής της ανάγκης.

242422201_2964200257152950_1504642256281862699_n

Η ενοχή στην επιθυμία, έχει στον πυρήνα της την έλλειψη ενσυναίσθησης. Την έλλειψη, δηλαδή, να καταλάβει ο γονιός το παιδί του διαφορετικά από ό,τι τον εαυτό του. Τα οιδιποδειακά προβλήματα ξεκινούν ακριβώς εκεί. Στην αρχική αποτυχία της μητέρας να καταλάβει το παιδί της ως κάποιο άλλο από εκείνη χωρίς να ενοχοποιήσει αυτή τη διαφορετικότητα ή να χρησιμοποιήσει τον “κενό” του χώρο (κενό γιατί η ίδια δεν μπορεί να δει ένα περιεχόμενο πέρα από το δικό της) ως ευκαιρία να διοχετεύσει τις δικές της ανικανοποίητες ανάγκες.

Εκεί είναι που το παιδί χάνει απότομα τον εξιδανικευμένο γονιό στο πρόσωπό της, ο οποίος «δημιουργήθηκε» όταν οι ανάγκες του δεν αφορούσαν πολύπλοκα πράγματα, παρά μόνο το να ταϊστεί ή να καθαριστεί (καθόλου απλά πράγματα, στην ουσία, αφού κι αυτά χρειάζονταν να γίνουν με έναν ευαίσθητο, ως προς την ιδιοσυγκρασία του, τρόπο).

Η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς του αποτελεί την προετοιμασία του για το πέρασμα στην «πατρική αγκαλιά» πολύ πριν αντιληφθεί την ύπαρξη του πατέρα (αρχικά, το βρέφος είναι συγχωνευμένο με την μητέρα στο «σύμπαν» τους, καταλαβαίνοντας μόνο όσα προέρχονται από την αλληλεπίδρασή τους). Όπως η μάνα, έτσι και ο πατέρας είναι κάτι περισσότερο από έναν άνθρωπο. Δεν αποτελεί μόνο τον μπαμπά, αλλά και την απόδειξη ότι υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα στον κόσμο πέρα από εκείνη, έτοιμα να το γνωρίσουν.

Το οιδιπόδειο, επομένως, δεν αφορά την επιθυμία του παιδιού για τον μπαμπά του, αλλά την επιθυμία του να επιλέξει και κάτι διαφορετικό από την μητέρα (κάτι διαφορετικό από αυτό που εκπροσωπεί, νιώθει ή σκέφτεται εκείνη). Για να συμβεί το πέρασμα με τον πιο βελούδινο τρόπο, λοιπόν, η μητέρα χρειάζεται να το βοηθήσει να προετοιμαστεί, μαθαίνοντάς του ότι είναι κάποιο άλλο από εκείνη, με το να αναγνωρίζει τις ιδιοσυγκρασιακές του διαφορές ενσυναισθητικά.

Φυσικά, και ο πατέρας οφείλει να έχει ενσυναίσθηση (εδώ έρχεται η δική του αποστολή). Να μπορεί να κατανοήσει τις ιδιαίτερες και λεπτές ανάγκες του παιδιού στην σχοινοβασία του μεταξύ επιθυμίας και ενοχής, ιδίως όταν η δεύτερη υπερτερεί της πρώτης. Θα παραθέσω ένα σύντομο παράδειγμα εδώ.

Μετά το διαζύγιο των γονιών της, που συνέβη σε πολύ μικρή ηλικία, η Μ. θυμόταν τον πατέρα της συναισθηματικά αδιάφορο προς εκείνη. Από την στιγμή που έφυγε από το σπίτι, η δουλειά του τον είχε «εξαφανίσει», ενώ όταν τον συναντούσε, αισθανόταν ότι δεν είχαν τίποτα ουσιαστικό να πουν. Μαζί της ασχολούταν ελάχιστα. Δεν υπήρξε ποτέ βίαιος απέναντί της, ούτε σωματικά, ούτε λεκτικά, παρά μόνο ένιωθε μέσα της να ντρέπεται να τον πλησιάσει και να του μιλήσει για όσα την απασχολούσαν.

Η Μ. έμεινε με την μητέρα της που θρηνούσε. Θυμόταν ότι στην εφηβεία ξεκίνησε να έχει τύψεις όταν ήθελε να λείψει από το σπίτι και να συναντήσει τους φίλους της, πράγμα που γρήγορα επεκτάθηκε και στα διάφορα φλερτ με άνδρες. Παράλληλα, ένιωθε ενοχές να έχει σχέσεις με τον μπαμπά της, και να αντλεί χαρά από τις στιγμές τους μαζί, την ώρα που η μητέρα της είχε υπάρξει τόσο πληγωμένη.

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της, εργάστηκε στην επιχείρησή του, καθώς αυτή ήταν η «χρυσή τομή» μεταξύ του να περνάει χρόνο μαζί του χωρίς να έχει τύψεις (το εκλογίκευε λέγοντας ότι αφορούσε τη δουλειά). Κάποια στιγμή, γνώρισε έναν άνδρα με παρόμοια χαρακτηριστικά με τον πατέρα της, τον οποίο ερωτεύτηκε και έγιναν ζευγάρι για κάποια χρόνια. Η σχέση τελείωσε όταν την χώρισε λέγοντάς της ότι θέλει να ζήσει τη ζωή του χωρίς δεσμεύσεις (η Μ. με επισκέφτηκε όταν έκανε δύο τέτοιες ατελέσφορες σχέσεις που τελείωσαν με ίδιο τρόπο).

Στην θεραπεία της, αποκαλύφθηκε ότι από μικρή η μητέρα της ενθάρρυνε τον «έρωτα» της κόρης της για εκείνη ως αντιστάθμισμα σε έναν απόντα σύζυγο (συχνά, δε, της μιλούσε για το πόσο μόνη αισθανόταν στο γάμο της). Από την εφηβεία και έπειτα, αυτή η ενθάρρυνση δεν χρειαζόταν. Στις αφηγήσεις της, η Μ. μου δήλωνε πως λυπόταν την μαμά της. Η έγνοια της για εκείνη ήταν τέτοια, που όταν έβγαινε για διασκέδαση, θα της τηλεφωνούσε συνεχώς για να βεβαιώνεται ότι είναι καλά. Αν και ήταν οι δυο τους, η μητέρα της νοίκιαζε ένα τεράστιο σπίτι λέγοντας ότι έπρεπε να αισθάνονται άνετα.

Το εξαιρετικά υψηλό ενοίκιο, όμως, εμπόδιζε την Μ. από το να αποταμιεύσει χρήματα και να φύγει κάποια στιγμή για σπουδές στο εξωτερικό, όπως ήταν το όνειρό της, ενώ σκεφτόταν πως αν το έκανε, η μαμά της δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τόσο μεγάλο σπίτι μόνη της.

Η Μ. μεγάλωσε με δύο γονείς χωρίς την απαραίτητη ευαισθησία να δουν σε εκείνη κάτι πέρα από τις ελλείψεις τους. Η μητέρα της, αξιοποίησε τον «χώρο» που προοριζόταν να φιλοξενήσει τον αυθεντικό της εαυτό, σαν το δοχείο για τα εξορισμένα της συναισθήματα και ο πατέρας της δεν πήρε το χρόνο να κάνει δελεαστικό το πέρασμά της σε αυτόν (δεν ασχολήθηκε ποτέ με το τί χρειαζόταν από εκείνον ώστε να μην αισθάνεται πως το να τον αγαπά έρχεται εις βάρος της μαμάς της).

Για το παιδί, η μητέρα είναι τα πάντα. Ο πατέρας, όμως, υπονοεί ότι υπάρχουν και κάτι πέρα από αυτά τα πάντα. Κάτι που περιμένει το παιδί όταν εγκαταλείψει τον συμβιωτικό «παράδεισο» της μητρικής αγκαλιάς (επειδή ο πατέρας της δεν την βοήθησε να απεγκολπώσει τον εαυτό της, η Μ. απέτυχε να επιλέξει κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε επιλέξει και η μητέρα της. Έναν αδιάφορο σύντροφο).

Ο πατέρας της Μ., ωστόσο, δεν προσπάθησε να μεταφράσει τις ιδιαίτερες ανάγκες της κόρης του. Ήταν σαν η ύπαρξή του και μόνο όφειλε να αρκεί για να τον πλησιάσει. Τίποτα δεν συμβαίνει αυτόματα, όμως, ιδιαίτερα αν ο εαυτός αισθάνεται ότι αυτός με τον οποίο θα ταυτιστεί, έχει κοστίσει σε ένα άλλο σημαντικό του πρόσωπο. Για να καταστεί δυνατή η οιδιπόδεια μετακίνηση, κάθε παιδί χρειάζεται να αισθάνεται ότι η επιθυμία του για κάτι πέρα από την αγάπη που ξέρει, δεν καταστρέφει τις ποιότητες εκείνης που του έμαθε την αγάπη αυτή.

Σε αντίθετη περίπτωση, ο εαυτός αρνείται να βγει από το συμβιωτικό του σύμπαν και να εγκαταλείψει μία μητέρα την οποία στο βάθος δεν αισθάνεται ευτυχισμένη (εκεί έρχεται η ενοχή του να θριαμβεύσει το παιδί κάπου που η μητέρα έχει αποτύχει). Για να συμβεί μία τέτοια έξοδος, λοιπόν, απαιτείται παράλληλη υποστήριξη. Καθώς αυτή δεν συνέβη, η Μ. ζούσε μία ζωή δεσμευμένη με της μητέρας της για να εξιλεώνεται για την ανάγκη της να έχει σχέσεις και έξω από αυτήν.

Η επιθυμία για τον κόσμο και τις αναρίθμητες επιλογές του, είναι μία φυσική ανάγκη που βρίσκεται στο κέντρο κάθε ζωντανού οργανισμού. Ωστόσο, η ενοχή για αυτή την επιθυμία εμποδίζει το πραγματικό πέρασμα σε αυτόν και δημιουργεί μία ψευδή είσοδο, όπου ο εαυτός είναι «ελεύθερος» να επιλέγει μόνο το ίδιο, ξανά και ξανά, ώστε να μην αισθάνεται πως η επιθυμία του καταστρέφει το πρόσωπο στο οποίο οφείλει την ευκαιρία να δοκιμάζει.

Υ.Γ. Η Μ. έφυγε από το πατρικό της και ακολούθησε σπουδές στο εξωτερικό. Σήμερα, είναι μία υπέροχη μητέρα και διατηρεί έναν ευτυχισμένο γάμο.

Facebook Twitter Google+ LinkedIn