Το κουκούλι

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΣΙΑΝΟΥΔΗΣ
Bsc Ψυχολογίας, Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής-Συγγραφέας|

Για να καταλάβουμε πώς αλλάζουμε, αρκεί να καταλάβουμε πώς φτάνουμε να είμαστε αυτοί που είμαστε. Μεγαλώνουμε μέσα σε σχέσεις όπου μαθαίνουμε τί σημαίνει να αγαπάς, τι σημαίνει να θυμώνεις, τί σημαίνει να λυπάσαι, να είσαι, να έχεις. Τι σημαίνει να αισθάνεσαι. Οι πρώτες μας εγγραφές είναι πανίσχυρες αποτυπώσεις εκείνων των σχέσεων και πώς ανταποκρίθηκαν στις συναισθηματικές μας εκδηλώσεις.

butterfly-bud-big-painting-the-methamorphoses-of-a-chrysalis-modern-art-floral-oil-soos-roxana-gabriela

Τι είδα ότι ήταν αγάπη και πώς υποδέχτηκαν τη δική μου αυθόρμητη έκφραση. Τι είδα ότι ήταν δοτικότητα, προσφορά. Αν έμαθα την αγάπη που έχει ευγνωμοσύνη ή την αγάπη που έχει ανταλλακτικότητα – σου δίνω για να μου δώσεις.

Μία γενναία γυναίκα που συνομιλώ μπήκε κάποια στιγμή στο γραφείο μου κλαίγοντας. Μου αφηγήθηκε την σχέση που έχει με τη γιαγιά της – και πώς της στάθηκε σαν συμπλήρωμα στην συναισθηματικά απούσα μητέρα της – κυρίως, όμως, το πώς την κλόνισε που έμαθε ότι η υγεία της δεν ήταν η ίδια με παλιότερα. Και, όπως κάθε φορά που οι άνθρωποι ερχόμαστε σε επαφή με το πεπερασμένο μας, η υπαρξιακή ενοχή της ζωής που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει ή της ζωής που θα μπορούσαμε να έχουμε μοιραστεί με κάποιον, έρχεται στην επιφάνεια. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα αυτή ήταν μια καλή εγγονή στη γιαγιά της.

“Είναι πολλά αυτά που έχει κάνει για μένα και θέλω να της το ανταποδώσω” επαναλάμβανε ορμώμενη από αυτή την ενοχή. Αφού διευρευνήσαμε πώς είναι με τα υπόλοιπα εγγόνια της, αποκαλύφθηκε ότι κανένα από αυτά δεν δεχόταν να την αφήσει να το φροντίσει. “Άρα, δεν είναι πολλά αυτά που έχει κάνει για σένα. Είναι πολλά αυτά που της έχεις επιτρέψει να κάνει για σένα. Της το ανταποδίδεις ήδη χωρίς να το καταλαβαίνεις. Το να της το δώσεις πίσω αλλιώς είναι το ανταλλακτικό μοντέλο στο σπίτι σου. Σου δίνω για να μου δώσεις. Αξίζεις μόνον όταν είσαι χρήσιμος για κάποιον”.

Και, πολλές φορές οι άνθρωποι το κάνουμε αυτό. Σχετιζόμαστε με ένα είδος ανταλλακτικότητας με τους άλλους. Θα σου δίνω για να μου δίνεις, θα σε φροντίζω για να με φροντίζεις, θα σ’αγαπώ για να με αγαπάς. Θα αξίζω όταν θα έχω κάτι χρήσιμο για εσένα κι όταν δεν θα ‘χω, συνήθως καταρρέω και αισθάνομαι ασήμαντος. Κι αυτό έχει τις ρίζες του στο μεγάλωμά μας. “Να είσαι καλός με τους άλλους, για να είναι μαζί σου”. Όμως η ζωή δεν γνωρίζει από συνθήκες και έτσι εγώ μπορεί να είμαι καλός, αλλά εσύ να μην είσαι απέναντί μου. Μα, λόγω της συνθήκης που μεγάλωσα, αδυνατώ να σε εγκαταλείψω γιατί αισθάνομαι ότι φταίω εγώ, καταβάθος, που δεν είσαι καλός απέναντι μου γιατί δεν αξίζω αρκετά. Έτσι παραμένω σε σχέσεις που με στερούν ή με υποτιμούν.

Κι αφού παραμένω και υπηρετώ την παιδική μου συνθήκη, δεν μπορώ παρά να παραμένω και παιδί χωρίς να το καταλαβαίνω. Αφού, στην πραγματικότητα, είμαι σε μια σχέση που δεν μου προσφέρει αυτό που χρειάζομαι, επαναλαμβάνω την παιδική μου κασέτα, προσδοκώντας να αλλάξω το τέλος της. “Ίσως αυτή την φορά να είναι διαφορετικά”, λέω καθώς αναμοχλεύω το εσωτερικό μου μοτίβο. Προσπαθώ να αλλάξω τον άλλο, ώστε να γίνει αυτός που θέλω και να λυτρωθώ κι εγώ.

Κάποτε, ζούσε μία πολύ πλούσια πριγκίπισσα. Επειδή είχε μεγαλώσει μέσα στην πολυτέλεια, αλλά και ως μοναδική κληρονόμος του βασιλείου, είχε γαλουχηθεί με άριστους τρόπους. Είχε μάθει να είναι καλή με όλους γιατί, όπως της είπαν οι εκπαιδευτές της, έτσι θα είναι καλοί και οι άλλοι μαζί της. Της είχαν μάθει να έχει τόσο χρυσαφένια συμπεριφορά που όλοι στο βασίλειο έλεγε ότι η δοτικότητά της μπορεί να πετύχει τα πάντα. “Αν θέλεις κάτι πολύ να είσαι διπλά καλή με αυτό και θα το αποκτήσεις”

Η πριγκίπισσα είχε τεράστια περιουσία, όμως, από μικρή, ιδιαίτερη αδυναμία έδειχνε στα χρυσά κοσμήματά της και ειδικά στην χρυσή της τιάρα. Ήταν το στέμμα της, εξάλλου, το σύμβολο του ποια ήταν.

Είχε ζητήσει από τους μεταλλουργούς του βασιλείου να της φτιάξουν την πιο στιβαρή και ανθεκτική μεταλλική κοσμηματοθήκη για να το αποθηκεύει. Έτσι και έκαναν. Η νεαρή πριγκίπισσα αποθήκευε την τιάρα της κάθε βράδυ στο περίτεχνο μεταλλικό κουτί ώστε να την αισθάνεται ασφαλή. Όμως, με τον καιρό, η τιάρα έχανε από την αίγλη της. Ο χρυσός της θάμπωνε και κατέληγε να είναι όλο και λιγότερο αστραφτερή.

Το μεταλλικό συρτάρι της κοσμηματοθήκης, που μέσα του φιλοξενούνταν η τιάρα, είχε πιάσει σκουριά και η σκουριά αυτή επηρέαζε την στιλπνότητα του στέμματός της. Η πριγκίπισσα είχε στενοχωρηθεί πολύ. Στη θλίψη της επάνω, σκέφτηκε αυτό που της είχαν μάθει από παιδί. Ότι η χρυσαφένια συμπεριφορά της μπορούσε να θεραπεύσει τα πάντα. Αν ήθελε κάτι, λοιπόν, έπρεπε να είναι διπλά καλή με αυτό και θα το κατάφερνε.
Χωρίς να χάσει χρόνο, έτρεξε στο θησαυροφυλάκιο του βασιλείου και πήρε όσες ράβδους χρυσού χρειαζόταν για να τους στρώσει στον πάτο του συρταριού και να εμποδίζει το στέμμα της να έρχεται σε επαφή με το σίδερο.

Αν και αυτό λειτούργησε για λίγο, η τιάρα της δεν έγινε ξανά λαμπερή και σύντομα και ο χρυσός που είχε στρώσει σαν δεύτερο πάτωμα στο συρτάρι θάμπωσε επίσης. Όσους ράβδους κι αν πρόσθετε, ή αντικαθιστούσε, θάμπωναν με τον ίδιο τρόπο. Η πριγκίπισσά, όμως, δεν μπορούσε να δεχθεί κάτι τέτοιο. Εξάλλου, είχε μεγαλώσει με το να πιστεύει πώς με τον ίδιο τρόπο που υποκλίνονται στη δοτικότητά της οι άλλοι, θα της υποκλίνονται τα πάντα. Πόσο πιο δοτική θα μπορούσε να γίνει; Είχε στρώσει με τα πιο πολύτιμα υλικά την κοσμηματοθήκη της, μα αυτή αρνούταν να συμμορφωθεί.

Στο τέλος, ξόδεψε όλο το χρυσό στο βασίλειο στην προσπάθεια να σώσει ό,τι πιο πολύτιμο είχε μέχρι που δεν της απέμεινε τίποτα. Κι αυτό γιατί αρνούταν να δει ότι όσο κι αν προσπαθούσε η ίδια, όσο κι αν έδινε από τον χρυσό της, δεν ήταν ποτέ αρκετό. Η πριγκίπισσα μαράζωσε και δεν ήταν ξανά η ίδια.

Βλέπετε, αυτό που δεν της έμαθαν ποτέ ήταν ότι το πιο σημαντικό κομμάτι της δοτικότητας, είναι να ξέρεις που να τη διαθέτεις κι αυτό γιατί ο χρυσός, όταν καθήσει με τη σκουριά, δεν χρυσίζει τη σκουριά, αλλά σκουριάζει εκείνος.

Το ίδιο είναι και με τους ανθρώπους. Όταν επιμένω να με διαθέτω σε δεσμούς που αποτυγχάνουν να με εκτιμήσουν, είναι γιατί δεν μπορούν. Όχι γιατί εγώ δεν είμαι αρκετός. Όσο κι αν προσπαθώ να εκμαιεύσω την εκτίμηση από εκείνους, λοιπόν, όσο χρήσιμος ή δοτικός κι αν γίνομαι, η δική μου αυτοεκτίμηση θα καταλήξει να μειώνεται.
Αν καταλάβω, όμως, αυτό που κάνω, αν καταλάβω αυτό που είμαι, αν το καταλάβω πραγματικά, έχοντας συναισθηματική πρόσβαση στις ρίζες του εαυτού μου, μπορώ να αφουγκραστώ και να αποσυμπιέσω αυτό που συγκρούεται μέσα μου. Κι ας είναι, συνήθως, η πρώτη πρόσβαση, νοητική. Μέσω του μυαλού. Μέσα από τις λέξεις μπορώ να φτάσω στο συναίσθημα. Σ’αυτό η γλώσσα είναι μεγάλο νυστέρι. Μπορεί να σχίσει άμυνες και αντιστάσεις στα δύο, να προσπελάσει άκαμπτες λογικές και να φτάσει εκεί στο βάθος που είμαστε εμείς. Κι αφού μας βρούμε, πρωτού επιχειρήσουμε οποιαδήποτε δράση επάνω στη συστοιχία της ψυχής, χρειάζεται να μας αποδεχτούμε για αυτό ακριβώς που είμαστε. Ειμαστε και αυτό που θέλουμε να γίνουμε, αλλά και αυτό που είμαστε.

Η αλλαγή είναι προνόμιο της αποδοχής. Και αποδέχομαι, δεν σημαίνει δέχομαι. Σημαίνει βλέπω τον εαυτό μου στην πραγματική του διάσταση. Χωρίς την προσδοκία που κουβαλάει η φαντασία μου. Αφού το κάνω μόνο μπορώ να τον δεχτώ ή να μην τον δεχτώ. Και η αποδοχή δεν είναι στο άλλο άκρο αυτού που είμαι, αλλά στην σύνθεση. Εκεί, δηλαδή, που συνθέτω τις ανάγκες με τους φόβους μου. Αποδοχή σημαίνει σύνθεση. Εάν ζούσα τη ζωή μου σύμφωνα με τους φόβους μου, και αποφασίσω να πάω στο άλλο άκρο, να την ζω σύμφωνα μόνο με τις ανάγκες μου, δεν έχω αλλάξει. Πάλι θα έχω εξαιρέσει ένα κομμάτι του εαυτού μου.

Όλες οι δυσφορίες, εξάλλου, προκύπτουν από σχεσιακή δυσαρμονία με τον εαυτό. Εκεί που δεν αποδέχομαι αυτό που είμαι ή εκεί που το αποδέχομαι με όρους. Εκεί που η ψυχή λέει ένα πράγμα κι εγώ κάνω άλλο. Αντί να ικανοποιώ εμένα, ικανοποιώ κάποιον άλλον μέσα μου. Θα μπορούσε κάποιο παιδί να μεγαλώσει μόνο με “Πρέπει”; Θα μπορούσε να εκτιμήσει πραγματικά τον εαυτό του αν χρειαζόταν να τα καταφέρνει πάντα σε ό,τι κάνει; Θα μπορούσε να αισθανθεί ευγνωμοσύνη για αυτό που είναι, ακόμα κι αν αυτό που είναι δεν ανταποκρινόταν στην προσδοκία των άλλων; Φυσικά, και όχι. Αν έχω μάθει να σχετίζομαι με τον εαυτό μου έτσι, τότε έχω μάθει την αποδοχή υπό όρους. Με αγαπώ και με εκτιμώ μόνο όταν καταφέρνω κάτι. Έχω συνδέσει την αξία μου με την χρησιμότητά μου. Δεν με αγαπώ, λοιπόν, με χρησιμοποιώ.

Κάθε φορά που αναλογιζόμαι πώς η αποδοχή αυτού που είμαι μπορεί να με οδηγήσει σε κάτι άλλο, σκέφτομαι το παρακάτω περιστατικό.

Πριν από λίγα χρόνια ήρθε ένας πολύ ταλαιπωρημένος άντρας στο γραφείο μου. Από τα νιάτα του ήταν τρομερά δραστήριος. Σκαρφάλωνε τις σκαλωσιές στη δουλειά του πιο επιδέξια κι από αγριοκάτσικο. Φανταστείτε, λοιπόν, πώς ήταν για εκείνον όταν συνέτριψε τους αστραγάλους του σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα. Μετά από αρκετά χειρουργεία, κατάφερε να περπατάει σχεδόν κανονικά, χωρίς τη βοήθεια μπαστουνιού, με μόνη διαφορά ότι, όταν κουραζόταν, θα κούτσαινε.

Ο γιατρός του τον προέτρεψε να διεκδικήσει την μοριοδότηση που δικαιούταν και να μπει στο δημόσιο. Με το πτυχίο, την εμπειρία και τα χρόνια δουλειάς του θα ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα του έδιναν μια θέση γραφείου με ικανοποιητικό μισθό. Φυσικά, ο άνδρας αρνήθηκε. “Εγώ να δεχθώ να ονομαστώ ανάπηρος;” Έλεγε. “Ποτέ!” Φυσικά, συνέχισε να εργάζεται στις σκαλωσιές όπως και πριν.

Γνώρισα αυτό τον άνδρα με το έρεισμα ότι καμία γυναίκα δεν θα τον δεχόταν με την αναπηρία του. Φοβόταν να βγει ραντεβού, να πάει για χορό ή για έναν περίπατο με κάποια γιατί μετά από λίγο κουραζόταν και κούτσαινε. Το αίτημά του ήταν να βρει το θάρρος να ζητήσει σε κάποια να βγουν ραντεβού.

Μέσα από τη θεραπεία, ήρθε σε συμφιλίωση με το ατύχημα του παρελθόντος. Δέχτηκε να διεκδικήσει την μοριοδότηση που δικαιούταν και απέκτησε μια ξεκούραστη δουλειά που δεν τον ταλαιπωρούσε σωματικά.

Λίγο καιρό μετά, γνώρισε μια γυναίκα με την οποία είναι μαζί μέχρι και σήμερα. Πώς έγινε αυτό, όμως; Πολύ απλά. Αποδέχτηκε την βλάβη που είχαν υποστεί τα πόδια του. Σταμάτησε να την αρνείται και να υποβάλλει τον εαυτό του σε ένα επάγγελμα που βασάνιζε και έβλαπτε την κατάστασή του περαιτέρω. Σταμάτησε να αρνείται αυτό που του είχε συμβεί. Το αποδέχτηκε. Λόγω της καινούριας του δουλειάς, ήταν πολύ πιο ξεκούραστος τα απογεύματα. Οι μακρινοί περίπατοι και ο χορός έγιναν κάτι το απλό για εκείνον. Τα υπόλοιπα ήταν εύκολα.

Το κουκούλι της αλλαγής, είναι η αποδοχή λοιπόν. Η αποδοχή πάντοτε αλλάζει τα πράγματα. Όταν καταφέρνω να τα δω στην πραγματική τους διάσταση, χωρίς την προσδοκία που κουβαλώ μέσα μου. Μόλις το κάνω αυτό, τα πράγματα μεταμορφώνονται. Μα ακόμα κι αν δεν μπορώ να το κάνω αυτό, ακόμα κι αν δεν μπορώ να αλλάξω, να συμφιλιώνομαι με αυτό.

Μεγάλη αλλαγή αυτή.

Facebook Twitter Google+ LinkedIn